Πρόλογος περί θανάτου
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ο άνθρωπος είναι το μοναδικό εκείνο ον, που έχει το προνόμιο να γνωρίζει ότι επίκειται ο θάνατός του. Από μικρή ηλικία κάθε υγιής ανθρώπινος νους συνειδητοποιεί ότι όπως κάποια μέρα γεννήθηκε, έτσι κάποια μέρα και θα πεθάνει. Το πώς ή το πότε ακριβώς θα γίνει αυτό, κατά το πλείστο παραμένει άγνωστο. Αλλά όσο και αν διαρκέσει κάθε ατομική ανθρώπινη ζωή, διατηρείται σε κάποιο σημείο της μνήμης της η επίγνωση του επικείμενου θανάτου. Είναι κάτι σαν κρυμμένος θησαυρός, επί του οποίου έχουμε την εξουσία να τον διατηρούμε καταχωνιασμένο και κατά καιρούς να τον κρυφοβλέπουμε, να ρίχνουμε μικρά κλεφτά βλέμματα – κάπως σαν να παίζουμε το κρυφτούλι – και αμέσως μετά να τον καταχώνουμε κάτω από στρώματα λησμονιάς και αβλεψίας.
Σπάνιοι είναι οι άνθρωποι που ασχολούνται επισταμένα με το θάνατό τους. Ακόμα και αν ασχολούνται επαγγελματικά – π.χ. ως νεκροθάφτες ή νεκροτόμοι – με το θάνατο των άλλων, αυτό δεν συνεπάγεται μια απευθείας αντιμετώπιση του δικού τους θανάτου. Ακόμα και αν από την πιο τρυφερή ηλικία βιώνουν την οδυνηρή απώλεια αγαπημένου προσώπου, αυτό δεν είναι επαρκής αιτία για να στραφούν αποφασιστικά προς τον δικό τους θάνατο. Εντούτοις κάποια συμβάντα είναι ικανά να τους καταστήσουν αυτό το φαινόμενο τόσο έντονο και μόνιμο συνειδησιακά, ώστε να πεισθούν ότι ο θάνατος είναι η πιο τέλεια απαλλαγή από τα δεινά· γι’ αυτό και ονομάζονται «πεισιθάνατοι», και με αφορμή κάποια βαριά ασθένεια, κάποια κακοτυχία ή αποτυχία, προβαίνουν σε τελειωτική παύση της ζωής τους. Εκτός λοιπόν από όσους δεν θέλουν ούτε να σκέπτονται το θάνατο, υπάρχουν (στο άλλο άκρο) και αυτοί που όχι απλώς τον κρυφοβλέπουν, αλλά και τον παίρνουν στα χέρια τους αποφασιστικά και τελεσίδικα.
Ποικίλα είναι και τα συναισθήματα που συνοδεύουν τη σκέψη του επικείμενου θανάτου. Πολλοί είναι εκείνοι που φοβούνται: ίσως όχι τόσο ότι θα εγκαταλείψουν τον κόσμο, τον πολύ συχνά άχαρο (= χωρίς χαρές και χωρίς Χάρο), όσο ότι θα χάσουν τις αγαπημένες συνήθειες και συναναστροφές. Κάμποσοι ανησυχούν για το ότι οι τελευταίες τους ώρες θα συνοδεύονται από αρρώστια, πόνο και ανημποριά. Πολλοί είναι όσοι έχουν την πεποίθηση ότι τους περιμένει και μια μεταθανάτια ζωή, για την οποία ελπίζουν ότι θα είναι καλύτερη. Άλλοι πάλι χαίρονται που θα δοθεί ένα οριστικό τέλος στις επίγειες οδύνες και στεναχώριες. Δεν είναι λοιπόν μόνο αρνητικά αλλά και θετικά τα συναισθήματα που συνοδεύουν αυτή τη σκέψη.
Όλα τα παραπάνω, που μπορούν να συνοψισθούν κάτω από τον τίτλο: ατομικές συμπεριφορές έναντι του ατομικού θανάτου, έχουν πίσω τους ένα μακραίωνο ιστορικό παρελθόν κι ένα πολυσύνθετο συλλογικό παρόν που περιβάλλει πολύπλευρα κάθε ατομική συμπεριφορά. Υπάρχει π.χ. ο επίμονος αγώνας όλων των θρησκειών, να αντιμετωπισθεί ριζικά και νικηφόρα το πρόβλημα της ανθρώπινης θνητότητας. Έτσι, η χριστιανική θρησκεία στηρίζεται εξ ολοκλήρου στην πεποίθηση ότι ο θάνατος έχει οριστικά νικηθεί χάρη στην ανάσταση του Ιησού, μια αντίληψη που διακυβεύει κάθε ίχνος χριστιανικής πίστης[1]. Η καλλιτεχνική επίδοση των προικισμένων ανθρώπων συνοδευόταν ανέκαθεν από την πεποίθηση ότι η ανέγερση μνημειακών έργων (ναών, παλατιών, γλυπτών κτλ.) είναι μια ανθρώπινη νίκη κατά της φθαρτότητας και ένα χειροπιαστό τεκμήριο επιβίωσης των θνητών ατόμων. Τέλος, η φιλοσοφική ενασχόληση προσδιορίστηκε από τα πρώτα της βήματα ως ένα μέλημα («μελέτη»), να διαχωριστεί η ανθρώπινη ψυχή από το θνητό σώμα και να παραμείνει με την πιο ταιριαστή της υφή, ως αθάνατη και ανέγγιχτη από την εγκόσμια φθορά: στους φιλοσόφους ανατέθηκε ο ίδιος ο θάνατος ως «λύσις [= λύτρωση] και χωρισμός ψυχής από σώματος»[2].
Τι έχω κάνει για τον επικείμενο θάνατό μου; Τι κάνω και τι πρέπει να κάνω γι’ αυτόν; Τέτοια ερωτήματα, που σπάνια τίθενται και ακόμα πιο σπάνια αναλαμβάνονται – με το νόημα να αντιμετωπισθούν υπεύθυνα και να καταδιωχθούν εξαντλητικά – είναι ασφαλώς κατά διαφορετικούς τρόπους απαντήσιμα από κάθε διαφορετικό ανθρώπινο άτομο. Συνήθως «δεν έχω χρόνο» ή «είναι ακόμα νωρίς» για να τεθούν αποφασιστικά, δηλαδή με όλη τη βαρύγδουπη εγκαθίδρυση που διεκδικούν μέσα στα έγκατα του ανθρώπινου ψυχισμού. Ενίοτε μάλιστα ερμηνεύονται ως απαράδεκτα, επειδή αφορούν έναν αυτοσχετισμό που απειλεί να με αποκόψει από τους πιο θεμελιώδεις δεσμούς με τον ανθρώπινο και μη ανθρώπινο περίγυρο. Υπάρχουν άλλωστε καθημερινές απολαύσεις που υπόσχονται πιο γρήγορη και πιο ικανοποιητική πρόσβαση, έτσι ώστε καθιστούν περιττή και μάταιη την ενασχόληση με το θάνατο. Το κύριο προσόν τους είναι, μάλιστα, η λησμονιά και η άμβλυνση της ευαισθησίας έναντι του θανάτου.
Αλλά όσο και αν τα ερωτήματα που αφορούν το θάνατό μου, στρέφονται προς τον καθένα μας προσωπικά, δεν είναι διόλου αποκομμένα από το πολιτισμικό και πολιτιστικό περιβάλλον όπου διάγουμε. Πέρα από κάθε πλούσια ή πενιχρή εκπαιδευτική πολιτική, ο θάνατος έχει μια απαράμιλλη ικανότητα να διαπαιδαγωγεί. Ίσως μπορεί να ειπωθεί ότι είναι ένας κατεξοχήν παιδαγωγός, και μάλιστα όχι μόνο μικρών παιδιών ή μικρών ομάδων, αλλά ολόκληρης της κοινωνίας ως ζωντανού οργανισμού που μπορεί όχι απλώς να παράγει και να καταναλώνει, αλλά προπάντων να αυτοδιαμορφώνεται και να αυτοαναλώνεται (ενίοτε σπεύδοντας ιλιγγιωδώς προς το θάνατό της). Είναι ευχής έργο το ότι ένας νέος στοχαστής, όπως είναι ο Βασίλης Δημόπουλος, στραμμένος φιλοσοφικά κι επαγγελματικά προς το παιδαγωγικό έργο, αποκαλύπτει εδώ τον ανώτατο παιδαγωγό και τον μελετά εις βάθος προσφέροντας κυριολεκτικά αυτό που λέει ο τίτλος του βιβλίου του: μια «παιδαγωγία του θανάτου».