Πρόλογος Μουζάλα

Γιάννη Τζαβάρα: ΠΡΟΛΟΓΟΣ στο βιβλίο της Μελίνας Γ. Μουζάλα: Ζητήματα Γνωσιολογίας, Οντολογίας και Μεταφυσικής στην Φιλοσοφία του Αριστοτέλους υπό το φως αρχαίων και βυζαντινών υπομνημάτων. Εκδόσεις "Gutenberg", Αθήνα 2013, σελ. 13-14.

Αριστοτέλης: Φιλοσοφία και σοφία ... για ποιο σκοπό;

Πρόλογος

Για να μπορέσει κανείς να τα βγάλει πέρα, όταν εισδύει σ’ αυτό το λαβύρινθο που λέγεται «αριστοτελικό σώμα» (corpus aristotelicum), χρειάζεται – αν δεν θέλει να εγκαταλείψει πολύ νωρίς την προσπάθεια – να χρησιμοποιήσει τουλάχιστον ένα μίτο, δηλαδή ένα οδηγητικό νήμα που οδηγεί σε διέξοδο. Πολύτιμος μίτος, που ακόμα παραμένει από τους Νεοέλληνες μελετητές σε ένα μεγάλο βαθμό ανεκμετάλλευτος, είναι τα Υπομνήματα σε έργα του Αριστοτέλη (commentaria in Aristotelem), που προέκυψαν από τις επανειλημμένες αρχαίες προσπάθειες να κατανοηθεί και να ερμηνευτεί με ολοένα περισσότερη εμβάθυνση αυτός ο εξαιρετικά πολύπλοκος χώρος.

Ως κύρια εποχή αριστοτελικού υπομνηματισμού μπορούν να αναφερθούν οι αιώνες από τον 2ο έως τον 7ο μ.Χ., αλλά ακμαίος υπομνηματισμός συναντάται και στους ύστερους βυζαντινούς αιώνες[1]. Η καθιερωμένη διάκριση ανάμεσά τους είναι αυτή που διαχωρίζει τους οπαδούς της περιπατητικής σχολής (2ος έως 4ος αι.) από τους νεοπλατωνικούς (3ος έως 7ος αι.). Αλλά ήδη αυτή η διάκριση δηλώνει ότι οι υπομνηματιστές καλλιεργούν ταυτόχρονα και τις δικές τους ιδέες, τις οποίες συχνά υποστηρίζουν, τεκμηριώνουν κι εμπλουτίζουν χάρη στα αριστοτελικά κείμενα. Έτσι, ενώ οι περιπατητικοί τονίζουν κυρίως τη διαφοροποίηση του Αριστοτέλη από τον Πλάτωνα, οι νεοπλατωνικοί επιχειρούν συνήθως τη συμφιλίωση. Χρειάζεται λοιπόν πάντα να λαμβάνεται υπόψη ότι οι υπομνηματιστές επιχειρούν να υποβάλουν και προσωπικές πεποιθήσεις ή να ιδούν τον Αριστοτέλη από ένα συγκαιρινό τους πρίσμα.

Εδώ τίθεται ασφαλώς το ζήτημα, αν ο Αριστοτέλης οφείλει να κατανοηθεί με βάση τα δεδομένα και τα κριτήρια που παρέχει ο ίδιος («εμμενής ερμηνεία»), ή αν πρέπει να κατανοηθεί πολύπλευρα, βάσει των κριτηρίων που παρέχουν οι μεταγενέστεροι («υπερβατική ερμηνεία»). Και οι δύο προσεγγίσεις έχουν τα προτερήματα και τα ελαττώματά τους, και δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί η μια ερμηνεία προτιμότερη από την άλλη, μόνο επειδή παρέμεινε πιστή στο πρωτότυπο ή μόνο επειδή συμπεριέλαβε και άλλα δεδομένα. Είναι οπωσδήποτε φανερό ότι άλλη εικόνα παρέχει ο ίδιος ο Αριστοτέλης για τον Πλάτωνα, άλλη εικόνα προκύπτει από μια συγκριτική μελέτη των κειμένων καθενός από τους δύο, και μια εντελώς άλλη εικόνα προσφέρει ο νεοπλατωνισμός, τουλάχιστο χρονικά αποστασιοποιημένος κι εμπλουτισμένος με έναν άλλο (ενίοτε χριστιανικό ή αντιχριστιανικό) προβληματισμό.

Τα τελευταία χρόνια Νεοέλληνες μελετητές έχουν ξεκινήσει μια σοβαρή επιστημονική ενασχόληση με τους αρχαίους υπομνηματιστές. Αυτό είναι κάτι εξαιρετικά ευχάριστο, γιατί ανοίγει προοπτικές για επίτευξη εμβαθύνσεων που ίσως ούτε μπορούμε ακόμα να φανταστούμε. Στο παρόν βιβλίο η κυρία Μουζάλα επιχειρεί να αξιοποιήσει ένα εκτεταμένο υλικό αρχαίου υπομνηματισμού, που διαφωτίζει πτυχές επί πολλούς αιώνες αδιόρατες. Η μέθοδός της συνίσταται σε εξονυχιστική μελέτη κάποιων επίλεκτων εννοιών. Χαιρετίζω με ενθουσιασμό αυτό το επίτευγμα κι εύχομαι να βρει αντάξιους συνεχιστές και συζητητές.

 

Γιάννης Τζαβάρας

Καθηγητής Πανεπιστημίου Κρήτης

 


[1]  Ας αναφερθούν εδώ τα βασικά ονόματα. α) Από την περιπατητική σχολή: Ασπάσιος (2ος αι.), Αλέξανδρος Αφροδισιεύς (3ος αι.) και Θεμίστιος (4ος αι.). β) Από τη νεοπλατωνική σχολή: Πορφύριος (3ος αι.), Ιάμβλιχος (4ος αι.), Συριανός (5ος αι.), Αμμώνιος ο Ερμείου (5ος-6ος αι.), Βοήθιος (5ος-6ος αι.), Ασκληπιός (6ος αι.), Ιωάννης ο Φιλόπονος (6ος αι.) και Σιμπλίκιος (6ος αι.). γ) Ύστεροι βυζαντινοί: Μιχαήλ Εφέσιος (11ος αι.), Ευστράτιος ο Νικαίας (11ος-12ος αι.) και Σοφονίας (13ος-14ος αι.). Ανάμεσα στους νεοπλατωνικούς και τους ύστερους βυζαντινούς έδρασαν, βέβαια, και εξέχοντες (αλλά γλωσσικά πιο δυσπρόσιτοι) Άραβες υπομνηματιστές του Αριστοτέλη, όπως οι Al-Kindi, Al-Farabi, Avicenna, Al-Ghazali και Averroes.

 

Επιστροφή στα Άρθρα - Επιστημονικές Ανακοινώσεις