Προλεγόμενα στη Σιγητική
Γιάννη Τζαβάρα
Προλεγόμενα σε κάθε μελλοντική Σιγητική ως επιστήμη
1. Η σιγή και η επιστήμη της
Σε ένα κατάλοιπο βιβλίο του ο Martin Heidegger κάνει λόγο για μια πρωτάκουστη φιλοσοφική επιστήμη, στην οποία δίνει το όνομα «Σιγητική» (“Sigetik”) ως αφιερωμένη στη σιγή, σε ρητή αντιπαράθεση προς τη Λογική ως αφιερωμένη στον λόγο[1]. Κι ενώ η Λογική αναλώνεται στις λεκτικά εκφερόμενες προτάσεις σχετικά με τα όντα, η νέα φιλοσοφική επιστήμη καλείται να αποστασιοποιηθεί τόσο από το λέγειν όσο και από τα όντα. Αυτή η αναφορά του Γερμανού στοχαστή ακούγεται αρχικά σαν ένα παραδοξολόγημα, αλλά ήδη έχει απασχολήσει κάποιους ερμηνευτές και φαίνεται με τον καιρό να κερδίζει το έδαφος που της αξίζει[2]. Ας διευκρινιστεί πάντως εξ αρχής ότι η σιγή δεν είναι κάτι εντελώς άγνωστο στη φιλοσοφία, αλλά έχει γίνει αντικείμενο στοχασμού ήδη κατά την αρχαιότητα και φαίνεται ότι δεν παύει να εισδύει επανειλημμένα στο φιλοσοφικό προσκήνιο, μάλιστα σε σχέση όχι τόσο προς τη Λογική όσο προς τη Μεταφυσική[3].
Την ανάγκη να εξεταστεί εις βάθος η δυνατότητα «κάθε μελλοντικής Μεταφυσικής που θα μπορεί να εμφανίζεται ως επιστήμη» είχε διατυπώσει νηφάλια το 1783 ο Καντ. Αυτός θεώρησε καλό να τιτλοφορήσει το σχετικό βιβλίο του: «Προλεγόμενα» (Prolegomena), με προφανή υπαινιγμό ότι οφείλουμε να προβούμε προ του εμπειρικά ή βιβλιογραφικά διαπιστώσιμου λέγειν, μάλιστα και ειδικότερα αυτού τούτου του μακραίωνου μεταφυσικού[4]. Με ακόμα πιο ριζοσπαστικό τρόπο καταφέρεται ο Νίτσε κατά της υποταγής στη Γραμματική, η οποία μας υποχρεώνει να υπακούμε στις προδιαγραφές ενός υποκειμένου-κατηγορουμένου-αντικειμένου, δηλαδή τελικά ενός θεϊκού υποκειμένου ως αληθινού αιτίου κάθε αλήθειας ή ψεύδους αλλά και του ανθρώπινου υποκειμένου ως κατ’ ανάγκη υπαρκτού υπόβαθρου κάθε εκφερόμενης σκέψης (cogito ergo sum)[5]. Τόσο ο Καντ και ο Νίτσε όσο και ο Χάιντεγγερ διαπίστωσαν την ανάγκη μιας επιστήμης που θα στραφεί πέρα από την παραδοσιακή Λογική και Γραμματική, αφού αναμετρήθηκαν με τη φιλοσοφική παράδοση και ειδικότερα τη μεταφυσική.
Η ενδεχόμενη εγκαθίδρυσή μας σε έναν τόπο που προηγείται του λέγειν και μπορεί να ονομαστεί «τόπος της σιγής», ξανοίγει τη δυνατότητα μιας νέας επιστήμης ονόματι Σιγητικής. Αυτή η πρόταση εγκυμονεί μια πληθώρα ερωτημάτων που απαιτούν σχολιασμό και απάντηση: α) Τι είναι τόπος; β) Τι είναι σιγή; γ) Σε τι συνίσταται η Σιγητική ως επιστήμη;
α) Τι είναι τόπος; Αυτό το ερώτημα θα πρέπει να απασχόλησε τον σταγειρίτη Αριστοτέλη, όταν αποφάσιζε να ονομάσει τα πρώτα βιβλία της Λογικής του: «Τοπικά». Αυτά τα βιβλία, που επικεντρώνονται στις μορφές του επιχειρήματος, νοούν ως βασικό τόπο της Λογικής τον διαλεκτικό συλλογισμό: προϋποθέτουν τον λόγο ως κάτι που επιδέχεται αντίλογο, και χρησιμοποιούν τον συλλογισμό για να καταδειχθεί μια «θέση» και να αντικρουστεί κάτι αντίθετο. Έτσι νοούμενη η έννοια του τόπου περιλαμβάνει μια πληθώρα θέσεων, κάποιες από τις οποίες δεν αποδεχόμαστε κι έτσι οδηγούμαστε προς την κατοχύρωση της δικής μας θέσης με λογικά επιχειρήματα. Για να δείξει τι είναι μια θέση, ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί (με σχεδόν σωκρατική ειρωνεία) τρία ακραία παραδείγματα παραδοξολογίας: την άποψη του Αντισθένη ότι δεν είναι δυνατό να αντιλέγει κανείς («ὅτι οὐκ ἔστιν ἀντιλέγειν»), την άποψη του Ηρακλείτου ότι τα πάντα κινούνται και την πεποίθηση του Μέλισσου ότι το ον είναι ένα[6].
Ακόμα και βάσει των αριστοτελικών αυτών παραδειγμάτων φανερώνεται ότι υπάρχουν πολλές θέσεις και αντιθέσεις, πολλοί λόγοι και αντίλογοι, πολλά επιχειρήματα και αντεπιχειρήματα. Αυτή η πληθώρα οφείλεται στο ότι ο λεκτικός τόπος (= ύψωμα, παρατηρητήριο) δεν είναι ένας, αλλά έχει διασκορπιστεί σε μια ευρύτατη περιοχή πολυλογίας, όπου ανάμεσα στα μεγάλα λόγια εμφιλοχωρούν και αρκετά δείγματα μικρολογίας. Από τη διαπιστωμένη διάσπαση του λόγου προέκυψε η αναγκαιότητα της Λογικής, δηλαδή εκείνης της επιστήμης, η οποία καθορίζει τι λέγεται ορθά και τι εσφαλμένα, πώς μια ορθή θέση μπορεί να κατοχυρωθεί έναντι της εσφαλμένης αντίθεσής της, βάσει ποιων αρχικών κανόνων («λογικών αρχών») καθορίζονται οι τρόποι-«τόποι» του ορθού λέγειν και συλλογίζεσθαι.
β) Τι είναι σιγή; Γύρω από αυτή την έννοια προβληματίστηκε εις βάθος ο Πλάτων. Οδηγήθηκε στην πεποίθηση ότι η ουσία των όντων δεν μπορεί κατά κανέναν τρόπο να διατυπωθεί με λόγια, δεν είναι δηλαδή κάτι «ῥητὸν»[7], γι’ αυτό οφείλουμε να στραφούμε προς το ἄρρητον. Μετά από μια επίπονη αναζήτηση της αλήθειας που ενυπάρχει στις λέξεις, καταλήγει στο εξής, παιγνιωδώς διατυπωμένο συμπέρασμα:
«Αν μαλώσουν οι λέξεις μεταξύ τους και μερικές ισχυρίζονται ότι μοιάζουν με την αλήθεια ενώ οι άλλες ότι αυτές μοιάζουν, πώς θα το αποφασίσουμε και τι λαμβάνοντας υπόψη μας; Όχι, βέβαια, λαμβάνοντας κάποιες άλλες λέξεις, διότι δεν υπάρχουν άλλες. Προφανώς θα πρέπει ν’ αναζητήσουμε κάτι άλλο πέρα από τις λέξεις [πλὴν ὀνομάτων], το οποίο θα μπορέσει να μας φανερώσει χωρίς λέξεις [ἄνευ ὀνομάτων], ποιες από αυτές είναι οι αληθινές, δείχνοντάς μας την αλήθεια των όντων»[8].
Αυτή η διάγνωση, που καλλιεργήθηκε εκτεταμένα μερικούς αιώνες αργότερα από τον Πλωτίνο, τον Πρόκλο και τον Ψευδο-Διονύσιο Αρεοπαγίτη[9], οδηγεί σε μια ξεκάθαρη θεώρηση της σιγής: Πρόκειται για εκείνη τη στάση, η οποία λαμβάνεται εξ ανάγκης μέσα από την επίγνωση ότι κανένας λόγος δεν επαρκεί, για να ειπωθεί το ουσιώδες. Το λέγειν έχει φτιαχτεί για ν’ αποδίδει όσα είναι και όσα δεν είναι, με μια συνοπτική έκφραση: τα όντα. Στην περιοχή των όντων εντάσσονται όσα μπορούμε να αισθανθούμε (αισθητά όντα), να σκεφτούμε (νοητά όντα), ακόμα και να φανταστούμε (φανταστικά όντα). Στην ίδια περιοχή εντάσσονται όσα δεν είναι τώρα αλλά ήσαν άλλοτε και θα είναι μελλοντικά, όσα δεν είναι εδώ αλλά κάπου αλλού, ή είναι κατά κάποιον άλλο τρόπο, π.χ. ως ψεύδη. Εδώ εντάσσονται επίσης οι κινήσεις και οι μεταβολές των όντων, όσα συμβαίνουν και όσα δεν συμβαίνουν. Αλλά το λέγειν δεν είναι ικανό να εκφράσει αυτό που προηγείται των όντων και των συμβάντων ως απαραίτητη συνθήκη για τη δυνατότητά τους. Κάθε φορά που επιχειρείται μια λεκτική εκφορά εκείνου του πρωτύτερου, που ονομάζεται «το Είναι» των όντων, επιτυγχάνεται μόνο μια επαναφορά στα όντα, μια «οντική» αναδιατύπωση. Ακόμα και οι λέξεις που κατασκευάστηκαν επί τούτου, για να σημαίνουν το ουσιώδες, όπως είναι π.χ. η λέξη «οὐσία» (από τη μετοχή ὢν – οὖσα – ὂν) και η λέξη «ἐνέργεια» (= ἐν ἔργῳ εἶναι), απέβησαν εκείνα τα βαρύγδουπα φαινόμενα, που πέφτουν σαν μετεωρίτες ξανά στην περιοχή των όντων, υποστασιοποιούνται σαν «υποστάσεις» (substantiae) ή αποδίδονται σε κάποια δύναμη (π.χ. ηλεκτρική ή πυρηνική) που χρησιμεύει στην ενεργοποίηση άλλων όντων.
Ενόψει της πολύπλευρης αδυναμίας του λέγειν οδηγούμαστε στη σιγή. Αλλά αυτή δεν είναι μια βουβαμάρα που «δεν ξέρει» τι να πει ή πώς να το πει, δεν είναι μια αντιμετώπιση του ανείπωτου ως οφειλόμενου σε προσωπική ασθένεια, η οποία μπορεί να ξεπεραστεί μέσω κάποιου λεξικού ή μέσω κάποιου λογοθεραπευτή. Η αιτία που οδηγεί στη σιγή βρίσκεται έξω από το λέγειν και ως τέτοια παραμένει έξω από αυτό. Η σιγή προϋποθέτει έναν αυτοδιχασμό ανάμεσα στο λέγειν και στο μη λέγειν, και μια απελπισμένη απόφαση υπέρ του δεύτερου. Είναι μια στάση που μπορεί να συγκριθεί με το σκεπτικό «ἐπέχειν» ως άρνηση τού να πάρω θέση υπέρ ή κατά, δηλαδή καταφάσκοντας ή αποφάσκοντας. Ο τόπος, στον οποίο λαμβάνει χώρα μια τέτοια σιγή, είναι ου-τοπικός.
Όπως καθιερώθηκε να θεωρείται το λέγειν ως κατεξοχήν ικανότητα του ανθρώπου, έτσι φαίνεται να είναι και η σιγή: μια εναλλακτική δυνατότητα που παρεμβάλλεται ανάμεσα στα λόγια, πριν ή μετά από κάποια λόγια, ενδεχομένως τονίζοντας τα λόγια που προηγήθηκαν ή επακολουθούν, ή ίσως υπονοώντας κάποια λόγια που παραλείπονται («η σιωπή μου προς απάντησή σου»). Αλλά πρόκειται για επίφαση. Διότι αν η σιγή δεν είναι ένα λεκτικό παιχνίδισμα, τότε δεν συναλλάσσεται και δεν συνδιαλέγεται με το λέγειν, αλλά με το Είναι ως κάτι εντελώς άλλο από όσα λέγονται.
Η σιγή προκύπτει ως αναγκαίο επακόλουθο του Είναι, ακολουθεί το Είναι κατά δύναμη, και όσο διατηρείται σε επαφή με τον υπαίτιό της περιφέρεται γύρω του. Η σιγή δεν εκφέρει το Είναι, γιατί αυτό θα σήμαινε μια προ-δοτική εγκατάλειψή του και μια απόδοσή του ως όντος. Κι εντούτοις, σιγώντας η σιγή αποκαλύπτει από το Είναι πολύ περισσότερα από όσα θα απεκάλυπτε κάποιος πολυλογώντας. Ως ενιαία με το Είναι, η σιγή απέχει των πολλών (όντων) και μάλιστα σκόπιμα: επέχοντας[10].
Η σιγή διασαφηνίζεται περαιτέρω βάσει της βαρυσήμαντης έννοιας «γλώσσα». Μια θεμελιώδης παρεξήγηση υποβαστάζει τη γλωσσολογική επιστήμη: ότι το σύνολο των λεκτικών και γλωσσικών φαινομένων –π.χ. οι γραμματικοί και συντακτικοί κανόνες, η ετυμολογία των λέξεων και η πληθώρα των συνδηλώσεων– συναποτελεί αυτό που μπορεί να ονομαστεί «γλώσσα» (διασπώμενη σε ελληνική, αγγλική, γερμανική κτλ.). Με αυτή την αντιμετώπιση η γλώσσα καταντά ένα συνονθύλευμα από πάμπολλα γλωσσικά φαινόμενα, τα οποία σε τελική ανάλυση κανείς δεν μπορεί να καυχηθεί ότι κατέχει, ακόμα και αν μπορούσε να απομνημονεύσει το περιεχόμενο όλων των γλωσσικών και ετυμολογικών λεξικών μιας γλώσσας όπως της νεοελληνικής. Χρειάστηκε ένας Χάιντεγγερ για να διαβεβαιώσει, ότι η γλώσσα δεν πρωτοσυγκροτείται βάσει των γλωσσικών φαινομένων, αλλά προηγείται – και μάλιστα ως κατεξοχήν και αποκλειστικά ομιλούσα. Κάθε φορά που εμείς μιλάμε, απλώς ανταποκρινόμαστε στην πρωτύτερη ομιλία της γλώσσας. Αλλά αυτή η ομιλία, που είναι η ουσιώδης πηγή των ανθρώπινων μιλημάτων και παραμιλητών, δεν μπορεί παρά να είναι σιγηλή και άμεσος πρόξενος ανθρώπινης σιγής[11].
γ) Σε τι συνίσταται η Σιγητική ως επιστήμη; Θα ήταν εντελώς παραπλανητικό, εάν θεωρούσε κανείς ότι η Σιγητική μπορεί να συγκαταλεχθεί ανάμεσα στις υπόλοιπες σημερινές επιστήμες έστω ως μια «καινοτόμος γνώση». Εξίσου παραπλανητικό θα ήταν, αν η Σιγητική διακρινόταν μεν από τις θετικές επιστήμες, αλλά ερμηνευόταν ως ένας παραδοσιακός φιλοσοφικός κλάδος, σε παραλληλισμό προς τη Μεταφυσική, τη Γνωσιολογία, την Ηθική, την Αισθητική – και τη Λογική. Αντίθετα, η Σιγητική προκύπτει από μια κριτική αντιμετώπιση όλων των μέχρι σήμερα καλλιεργημένων επιστημών, θετικών και ανθρωπιστικών, αφιλοσόφητων και φιλοσοφικών, και στέκεται ως διαφορετική από αυτές χάρη σε μιαν άλλη αντίληψη περί επιστήμης.
Η παραδοσιακή και η σημερινή επιστήμη είναι αφιερωμένη στη διερεύνηση των όντων μέσα στον πολυδαίδαλο και συχνά πολύπλοκο χαρακτήρα τους, μέσα στην ευρύτητα («μεγάκοσμος») και βαθύτητά τους («μικρόκοσμος»). Αυτό που στερούνται οι επιστήμες, είναι το Είναι. Ακόμα και οι πλησιέστερες στο Είναι επιστήμες, η Μεταφυσική και η Θεολογία, παρερμηνεύουν το Είναι επιχειρώντας να του αποδώσουν λεκτικά κατηγορήματα («κατηγορίες»), ή επιχειρώντας να το αναγάγουν σε υπέρτατο Ον («ὄντως ὂν») κι έτσι μεταποιώντας το σε Κάτι προνομιακό μεταξύ υποδεέστερων. Ο Χάιντεγγερ ισχυρίζεται ότι οι οντο-θεο-λογικές επιστήμες απέτυχαν να «συλλάβουν» το Είναι όχι επειδή το παραμέλησαν, αλλά επειδή αυτό τούτο το Είναι αποσύρθηκε από αυτές[12]. Με αυτή την παράδοξη διατύπωση θέλει προφανώς να πει ότι το Είναι προδόθηκε στην προσπάθεια των φιλοσόφων και των θεολόγων να μελετηθεί ως αντικείμενο, και δίκην υποκειμένου απέδρασε από την εξαντικειμενικευτική και πραγμοποιητική τους τάση.
Μέσω αυτής της κριτικής στις παραδοσιακές και σύγχρονες επιστήμες διαφαίνεται ο στόχος της Σιγητικής: είναι η ανεύρεση και η διαφύλαξη του Είναι. Αυτός ο στόχος είναι δυσεπίτευκτος, επειδή σε καιρούς ταραχώδεις καθίσταται εξαιρετικά αμφίβολο, εάν το Είναι μπορεί να αναζητηθεί ως αυτό τούτο και να διαφυλαχθεί μέσα σε ταιριαστή σιγηλότητα. Ένας τέτοιος στόχος έχει πρώτιστα ανάγκη από αυτούς που θα τον αναλάβουν ως κύριο έργο και όχι ως πάρεργο, ως μέριμνα του «εδωνά-Είναι» τους, δηλαδή της έσχατα εκστατικής υφής τους. Για να στοιχειοθετηθούν ως σύστοιχοι προς έναν τέτοιο στόχο χρειάζεται να αφιερώσουν όλο το ταλέντο τους για αυτοσυγκράτηση-επιφυλακτικότητα. Προτού εισδύσουν στο πεδίο της Σιγητικής ως επιστήμης θα πρέπει να ασκηθούν μέσα στον μοναχικό και άνυδρο τόπο της σιγής. Λίγοι και σπάνιοι είναι οι τέτοιου είδους στοχαστές[13].
Και με ποια μέσα θα επιδιωχθεί ένας τέτοιος στόχος; Αυτό δεν είναι ένα ερώτημα που μπορεί εύκολα ν’ απαντηθεί. Διότι εάν αποκλειστεί τόσο το παραδοσιακό επιστημονικό λέγειν όσο και τα καθημερινά πτερόεντα λόγια, δύσκολα θα βρεθεί εκείνη η άλλη γλώσσα που θα εκφράσει το Είναι ως τέτοιο. Ούτε μπορεί ο στοχαστής να προσφύγει σε σύμβολα (x, y, z), σε κρυπτογραφικά ή εικονογραφικά στοιχεία. Συνεπώς θα παραμείνει στην καθιερωμένη γλώσσα, όπως την ξέρει τόσο ο επιστήμονας όσο και ο κοινός νους. Με αυτήν θα ξεκινήσει και θα πορευτεί σε μια ικανή απόσταση – έως ότου έρθει η στιγμή της αλλαγής. Πρόκειται για εκείνη τη στιγμή, κατά την οποία οι λέξεις παύουν να λένε ό,τι και όπως έλεγαν κατά παράδοση, κι αρχίζουν να σημαίνουν κάτι εντελώς άλλο. Αυτό το άλλο ορίζεται διττά: Α) ως αντίστροφο εκείνου που σήμαινε έως τώρα. Για παράδειγμα η λέξη «απόφαση», που νοούσε έως τώρα μια ανθρώπινη –δηλαδή καθαρά οντική– δραστηριότητα, εφεξής θα πρέπει να σημαίνει την ουσίωση του Είναι. Κι αυτό δεν σημαίνει ότι το Είναι παίρνει ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά και αποφασίζει ως ον, αλλά ότι αντίστροφα ο άνθρωπος από-φασίζει, δηλαδή παύει να φάσκει καταφάσκοντας ή αποφάσκοντας, και σιγά κατά τον τρόπο και την πρωτιά του Είναι. Αυτό δεν είναι ένα λεκτικό παιχνίδι, ένα τρικ, γιατί χαρακτηρίζει τη «μετατροπή αυτού τούτου του ανθρώπου»[14]. Β) Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται κατά παράδοση, αποδίδουν τα όντα: λένε το τι είναι, πώς είναι, πότε είναι, πού είναι τα όντα. Αντίθετα, με τη σιγητική τους χρήση οι λέξεις (ή τουλάχιστον οι θεμελιώδεις όροι της Σιγητικής) παίζουν έναν πολύ πιο ουσιώδη ρόλο: ιδρύουν (γερμαν. stiften, με το τριπλό νόημα: προσφέρουν, θεμελιώνουν και ξεκινούν) αυτό τούτο το Είναι[15].
2. Το σιγητικό πάθος της απελπισίας
Οι περισσότερες σύγχρονες επιστήμες απαιτούν και προϋποθέτουν τη νηφαλιότητα του ερευνητή, την ορθολογική και αμέτοχη αντιμετώπιση του επιστημονικού αντικειμένου. Αυτά τα προαπαιτούμενα σημαίνουν ότι έχει εισδύσει στις επιστήμες μια στρεβλή στάση απέναντι στη φύση και στον άνθρωπο, ο οποίος εντούτοις αξιώνει την επίτευξη ορθών απόψεων. Δεν είναι να απορεί κανείς για το ότι πλείστα όσα επιστημονικά και τεχνολογικά επιτεύγματα παρεκτρέπουν και διαστρέφουν την ανθρώπινη φύση στρέφοντάς την προς απάνθρωπες και υπάνθρωπες συμπεριφορές. Ευτυχώς ο ορθολογισμός ως επιστημονική απαίτηση δεν έγινε πάντα αποδεκτός από τους επιστήμονες, και τουλάχιστον η παθιασμένη ορμή τους για γνώση προσέφερε συχνά ωραίες και ώριμες αποκαλύψεις.
Η Σιγητική δεν μπορεί να παραμένει απαθής, διότι η επιδιωκόμενη απομάκρυνση από τις καθιερωμένες εκφραστικές συνήθειες δεν επιτυγχάνεται ορθολογικά. Πολλοί είναι οι άνθρωποι που φλυαρούν, ακόμα και όταν δεν έχουν να πουν κάτι, και σπάνια οδηγούνται σε μια κατασταλαγμένη σιγή. Για τη Σιγητική δεν αρκεί να διαβάσει κανείς σιωπηλά κάποια βιβλία και να αναχθεί στην επιστημονική ή ακαδημαϊκή βαθμίδα αναμασώντας τα. Αυτή η επιστήμη προϋποθέτει μια τόσο θυελλώδη επιδρομή της σιγής, μια τόσο ριζική κατάληψη του ανθρώπινου Είναι, ώστε θα ήταν αστείο να μιλάμε εδώ για αμεροληψία. Αντίθετα, η σιγή είναι προϊόν αυτόβουλης υπαγωγής σε ένα βαθύτατο πάθος. Ας δούμε ένα παράδειγμα.
Το σιγητικό πάθος της απελπισίας επεξεργάστηκε τον 19ο αιώνα ο Δανός στοχαστής Σαίρεν Κίρκεγκωρ[16]. Με το διεισδυτικό του βλέμμα δεν περιόρισε την απελπισία στους λίγους εκείνους ανθρώπους, που ισχυρίζονται ότι έχασαν τις ελπίδες τους εξαιτίας κάποιας ερωτικής απογοήτευσης ή οικονομικής καταστροφής, αλλά διέκρινε τη διάδοσή της σε όλο το ανθρώπινο γένος, ακόμα και στους ευημερούντες, στους χαζοχαρούμενους και στους καλοπερασάκηδες, οι οποίοι ζουν χωρίς την ελάχιστη υποψία σχετικά με την απελπιστική τους κατάσταση. Ενώ οι συνήθεις απελπισμένοι πάσχουν με αφορμή κάποια «γήινη» απογοήτευση, επεκτείνουν φαντασιακά την αιτία του πάθους τους σε όλα τα γήινα, αλλά αποτυγχάνουν να δουν ότι η αληθινή αιτία είναι τα υπεργήινα. Το αντικείμενο της απελπισίας διαχέεται λοιπόν σε όλα τα γήινα αντικείμενα, το υποκείμενο της απελπισίας περιλαμβάνει ολόκληρο το ανθρώπινο γένος[17].
Ο Κίρκεγκωρ διερευνά μια ευρεία γκάμα περιπτώσεων ανθρώπινης απελπισίας, αλλά εντοπίζει εξαρχής τον «τόπο» αυτής της ασθένειας στον ανθρώπινο εαυτό. Οι ποικίλες στάσεις των ανθρώπων απέναντι στον εαυτό τους δεν είναι τόσο θεωρητικές όσο βουλητικές. Οι δύο συνηθέστερες στάσεις συνοψίζονται στους τίτλους: απελπισία τού να μη θέλεις τον εαυτό σου (από αδυναμία να τον αδράξεις αποφασιστικά), και απελπισία τού να θέλεις τον εαυτό σου με θρασύτητα, εναντιωνόμενος ανυπότακτα σ’ Αυτόν που τον εγκαθίδρυσε (δηλ. στον Θεό). Η πρώτη στάση χαρακτηρίζεται από ελάχιστη αυτογνωσία, η δεύτερη στάση από υπερφίαλο εγωισμό. Η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων διατηρεί την πρώτη στάση μη μπορώντας να συνειδητοποιηθεί, και πολλοί από όσους πορεύονται προς την αυτοσυνείδηση αρνούνται να την πετύχουν με υγιή τρόπο. Είναι «λιγοστοί και σπάνιοι» όσοι παραδέχονται την απελπιστική τους κατάσταση, και ακόμα λιγότεροι όσοι επιχειρούν να ξεφύγουν από αυτήν μέσω του άλματος προς την πίστη.
Η έντονη κιρκεγκωριανή ενασχόληση με την απελπισία φαίνεται ότι ορμήθηκε από ένα περιστατικό που αφηγείται ο Κίρκεγκωρ σε μια σημείωση των Ημερολογίων του το 1844: Ο πατέρας του συνήθιζε να του λέει: «Καημένο παιδί, βαδίζεις μέσα σε μια σιωπηλή απελπισία!». Ο Κίρκεγκωρ σχολιάζει: «Κι εκείνη η προσφώνηση του πατέρα ήταν μια διακήρυξη της δικής του μελαγχολίας, έτσι ώστε όταν το έλεγε αυτό, μιλούσε περισσότερο στον εαυτό του παρά στον γιο του»[18]. Η έκφραση «σιωπηλή απελπισία» (stille Fortvivlelse) φαίνεται ότι φώλιασε βαθιά μέσα στον νου του Κίρκεγκωρ, έγινε οδηγητικό μοτίβο του στοχασμού του και ανέλαβε την πρωτοκαθεδρία του συναισθηματικού του κόσμου.
Από αυτά διδασκόμαστε: Η απελπισία είναι ένα βουβό πάθος που διακατέχει κατάβαθα τον ψυχισμό των ανθρώπων (υφ-ίσταται) και μόνο σπάνια κατορθώνει κάποιος να οδηγηθεί στη διάγνωσή του, έτσι ώστε εφεξής να επ-ίσταται τούτου και να ανάγεται σε επισταμένη μελέτη του. Μια τέτοια ενασχόληση δεν έχει υποχρεωτικά την απελπισία ως αντικείμενο, διέπεται όμως από αυτήν ως αναπόσπαστο συνοδό και καθοδηγητή. Η Σιγητική ως επιστήμη χρεώνεται αυτόν τον σιωπηλό δάσκαλο, που πηγάζει από τα έγκατα του ανθρώπινου εαυτού. Εάν όμως κάποιος πετύχει την απαιτούμενη αυτοσυνείδηση, οδηγείται επίσης στην επίγνωση ότι η αληθινή προέλευση της απελπισίας δεν είναι το ανθρώπινο ον αλλά κάτι πρωτύτερο, ένας «πατέρας» που εγκαθίδρυσε αυτό το ον και εφεξής προ-ίσταται τούτου ως προϊστάμενος: αυτό τούτο το Είναι.
Η απελπισία είναι μια σιγηλή «ασθένεια προς θάνατον», που μέσα στην επιστημονική ανακάλυψή της μπορεί να αναγνωριστεί όχι ως κάτι που τελειώνει με τον βιολογικό θάνατο, αλλά –όπως διείδε ο Κίρκεγκωρ– ως αδυναμία θανάτου. Διότι πέρα από το γήινο σώμα ανακαλύπτεται ένας πνευματικός εαυτός, που δεν προσδιορίζεται από γήινο τέλος. Μήπως πρόκειται για την πατροπαράδοτη «αθανασία της ψυχής»; Όχι! Πρόκειται για την αποκαλυπτόμενη συγγένεια ενός ανθρώπινου όντος (ως ψυχοσωματικού όντος προσδιορισμένου από τον επίγειο θάνατο) με το πρωτύτερο Είναι του ως αυτό τούτο απελπισμένο[19]. Το Είναι απελπίζεται, όσο διαπιστώνει τα πεπερασμένα του όρια και σχετίζεται με αυτά. Διότι η θνητή μοίρα του ανθρώπινου όντος είναι πρωτύτερα θανατική μοίρα του Είναι. Με τη λεπτή διαφορά ότι το Είναι δεν έχει τέλος αλλά εγκαθιδρύει το τέλος με το νόημα μιας «ίδρυσης» (Stiften) που προσφέρει, θεμελιώνει και ξεκινά.
3. Η μη λεκτική αλήθεια
Κάθε σύγχρονη επιστήμη ενδιαφέρεται να βρει και να πει την αλήθεια για τα αντικείμενα των ερευνών της. Σύμφωνα με την καθιερωμένη αντίληψη η αλήθεια είναι κάτι που λέγεται μέσα στις ανθρώπινες κρίσεις, π.χ. «ο ήλιος είναι λαμπερός», «ο Σωκράτης είναι φιλόσοφος». Θεωρήθηκε όχι μόνο ότι μπορούμε να πούμε την αλήθεια, αλλά και ότι κατεξοχήν «τόπος» της αλήθειας είναι οι εκφερόμενες προτάσεις. Ο Χάιντεγγερ ασκεί μια οξύτατη κριτική σ’ αυτή τη θεώρηση και καταγγέλλει τη λεκτική αλήθεια ως «παράγωγο» φαινόμενο, ενώ η αρχέγονη αλήθεια έγκειται στη μη λεκτική αποκάλυψη[20], στην ανθρώπινη ικανότητα να είμαστε ανοιχτοί (για τα όντα και το Είναι τους) ως αναγκαία συνθήκη για τη δυνατότητα να λέμε ορθές ή ψευδείς προτάσεις. Έτσι ιδωμένη η αλήθεια ξεφεύγει από την περιοχή του λέγειν και γίνεται θεμελιώδες συστατικό του ανθρώπινου Είναι. Αλλά έχει κανένα νόημα μια αλήθεια που δεν λέγεται, που προηγείται του λέγειν και άρα παραμένει μέσα σε εξακολουθητική σιωπή;
Ο Χάιντεγγερ προχωρεί ένα ακόμα βήμα, όταν παρατηρεί ότι όχι μόνο η λεκτική αποκάλυψη αλλά και η επικάλυψη είναι παράγωγα φαινόμενα αλήθειας. Αφενός διότι μιλώντας συνηθίζουμε να λέμε και ψεύδη, μολονότι είμαστε γνώστες τόσο της αλήθειας όσο και του ότι-ψευδόμαστε. Το λέγειν καθ’ εαυτό δεν είναι λοιπόν εγγυητής αλήθειας. Μήπως τουλάχιστον, όταν εκφέρουμε μια αλήθεια, οδηγούμε τον ακροατή προς αυτήν; Ούτε καν αυτό! Ακόμα και αν ειπωθεί μια «πρωτότυπη», αρχέτυπη αλήθεια, ο ακροατής δεν ανάγεται υποχρεωτικά στον τρόπο με τον οποίο αποκαλύφθηκε: αρκεί να την παπαγαλίσει για να θεωρηθεί γνώστης, κάτι που συμβαίνει ευρύτατα στα σχολεία μας. Αφετέρου δεν χρειάζεται καν να πούμε ψέματα, διότι ήδη καθημερινά ζούμε με τρόπο «καταπτωτικό», δηλαδή έχοντας λησμονήσει, μασκαρέψει ή καταχωνιάσει τις αρχέγονες αποκαλύψεις. Με την προϋπόθεση ότι «είμαστε ανοιχτοί», συχνά αποκλειόμαστε εκούσια ή ακούσια από την αλήθεια.
Σχετιζόμενοι καθημερινά με τα όντα, κατανοούμε, σκεπτόμαστε ή λέμε ρητά ότι αυτά «είναι» (τα τάδε ή κατά τον δείνα τρόπο, εδώ ή εκεί, τώρα ή άλλοτε). Αυτό δεν συνεπάγεται ότι τα γνωρίζουμε στ’ αλήθεια, δείχνει όμως ότι έχουμε μια θεμελιώδη, πολύ συχνά ασυνείδητη σχέση με το Είναι τους. Το ότι λέμε ή σκεπτόμαστε για τα όντα ότι «είναι», είναι όμως απλώς μια ένδειξη, από την οποία συνάγεται κάτι ουσιώδες: Το ανθρώπινο Είναι χαρακτηρίζεται από την υπέρβαση των όντων ως συνεχή τάση να προσεγγισθεί το Είναι τους. Είμαστε αλληλένδετοι με το Είναι, ακόμα και αν δεν εκφέρουμε κάτι αληθινό. Σ’ αυτό το αλληλένδετο θεμελιώνει ο Χάιντεγγερ την Οντολογία, θεωρώντας μάλιστα ότι έτσι αναδεικνύει όχι μια περιφερειακή αλλά τη θεμελιώδη Οντολογία (Fundamentalontologie). Η συνύφανση με το Είναι είναι σιγηλή και δεν χρειάζεται το λέγειν για να προκύψει. Επειδή αρχικά και κατά το πλείστο αυτή παραμένει μη-αυθεντική, δηλαδή αποκλεισμένη από τον πιο δικό μου εαυτό, καλούμαι να στραφώ προς το Είναι αντιμετωπίζοντάς το ως κάτι δικό μου (eigenes – eigentliches). Ούτε αυτή η αντιμετώπιση είναι λεκτική. Χρειάζεται μόνο να ακούσω το τι «λέει» η ηθική μου συνείδηση και να αποδεχθώ το ενέχεσθαι, δηλαδή την ευθύνη που ξεπηδά από το Είναι μου[21]. Πόσο μάλλον όταν αντιμετωπίζω αυθεντικά τον επικείμενο θάνατό μου: δεν χρειάζεται να τον προσαγορεύσω λεκτικά, αλλά να τον συναντήσω όπως του αρμόζει, μέσα σε μια παθιασμένη αγωνία που τον καθιστά βέβαιο και ενδεχόμενο από στιγμή σε στιγμή[22]. Με τον δικό μου θάνατο επιτυγχάνω μια αλήθεια που δεν είναι ούτε αντικειμενική ούτε φορμαλιστική· φανερώνει «μια άλλου είδους βεβαιότητα και αυτή είναι πιο αρχέγονη από κάθε βεβαιότητα που αναφέρεται σε ενδόκοσμα συναντώμενα όντα ή σε μορφικά [formal] αντικείμενα»[23].
Εντούτοις αυτή που οδηγεί πιεστικά προς μια καινούρια επιστήμη δεν είναι η ανθρώπινη υπέρβαση των όντων. Η έννοια της υπέρβασης ανήκει σ’ εκείνη την αξιοσέβαστη παράδοση του «υπερβασιακού» (ή «υπερβατολογικού», γερμανικά και αγγλικά transcendental) ιδεαλισμού ενός Καντ, που εγκατέλειπε την ανθρώπινη εμπειρία, για να ζητήσει τις αναγκαίες συνθήκες για τη δυνατότητά της. Πρόκειται για μια εξακολουθητικά φωνακλάδικη τάση, που συναντούσε τα απριορικά της θεμέλια σε κατά βάση λεκτικές «κατηγορίες», δηλαδή σε κατηγορήματα που μπορούν πάντα να αποδίδονται λεκτικά στα όντα[24]. Αυτή τούτη η διαφορά του Είναι από τα όντα, χαρακτηρισμένη τον 20ό αιώνα ως «οντολογική διαφορά», αναδεικνύεται αγεφύρωτη σε κάθε υπερβατική ή υπερβασιακή επιχείρηση.
Ο ύστερος Χάιντεγγερ ξεφεύγει από το αδιέξοδο της παραδοσιακής τάσης προς τον αρχέτυπο λόγο-περί-της-αλήθειας, όταν θέτει το ερώτημα περί της ιστορικής ουσίωσης της αλήθειας. Δεν κάνει, βέβαια, μια λεπτομερειακή αναδίφηση στα ιστορικά συμβάντα των τελευταίων τριών χιλιάδων ετών, αλλά στοχάζεται την «εμπειρία» μιας ιστορικά μοιραίας εγκατάλειψης των όντων εκ μέρους του Είναι. Διαπιστώνει ότι το Είναι διατρέχει τη μοίρα του εγκαταλείποντας τα όντα: ουσιώνεται ως φευγαλέο και βάσει αυτής της αδιόρατης και ανείπωτης φυγής καλεί σε σχετισμό με το εδωνά-Είναι μας. Η αλήθεια σιγά. Ως τέτοια, είναι μια αβυσσαλέα έλλειψη θεμελίων, που δεν έχει πια το νόημα της μη-λήθης· αποβαίνει ένα βουβό μη-εκφέρεσθαι. Η αλήθεια λανθάνει και μάλιστα μέσα στην πιο δική της ουσίωση, δηλαδή καθόσον ιδιο-ποιείται (= γίνεται ο εαυτός της, er-eignet sich) ως φεύγουσα και κρυπτόμενη. Η αλήθεια ως μη-φανέρωση προέχει και προηγείται της φανέρωσης.
Δύσκολα μπορεί να προσεγγιστεί αυτή η αλήθεια, όσο χρησιμοποιείται ως εφόδιο η λογική μας δύναμη (ratio, Vernunft) ή επιχειρείται να αναχθεί σε κάτι καθολικά έγκυρο. Επειδή η μεγαλοφυΐα ενός Χέγκελ χρησιμοποίησε τη λογική δύναμη μέσα στη διαλεκτική της κίνηση, κατόρθωσε να δει ως απόλυτη πραγμάτωση του απόλυτου μέσα στην ιστορία την ίδια τη λογική δύναμη. Επειδή η φιλοσοφία των αξιών ανίχνευσε την καθολική ισχύ των αξιών κατά τις εκάστοτε ιστορικές εποχές, η ίδια η αλήθεια εξελήφθη ως καθολική εγκυρότητα. Και όσο συνεχίζουμε να χειραγωγούμε την αλήθεια με λογικά εφόδια και με την αξίωση καθολικής ισχύος, τόσο αυτή αποσύρεται και αποφεύγει τη χειροδικία. Όσες «αλήθειες» –δηλαδή αληθινά όντα– και αν προφέρουμε, η ίδια η αλήθεια αποκρύβεται.
4. Επιλεγόμενα
Όσο απογοητευτικό και αν είναι, η Σιγητική ως απελπισμένο καταφύγιο εκείθεν του λόγου δεν πρέπει να τρέφει πολλές ελπίδες για τον εαυτό της. Ο ίδιος ο Χάιντεγγερ που περιχαρακώνει τον τόπο και της παρέχει το όνομα, σπεύδει επί τόπου να διαβεβαιώσει ότι αυτή η επιστήμη «νοείται μόνο κατά τρόπο μεταβατικό και ανασκοπικό», ότι το όνομα δόθηκε μόνο για χάρη εκείνων που σκέπτονται μέσα σε εξειδικευμένες επιστήμες και «πιστεύουν ότι τότε μόνο έχουν μια γνώση, όταν τα λεγόμενα είναι ενταγμένα»[25]. Διατυπώνει μάλιστα τον ενδοιασμό ότι αν εγκλείσουμε το σιγηλό ερώτημα περί του Είναι μέσα σε μια επιστημονική «θήκη»[26], κινδυνεύει να καταπνιγεί.
Αυτά τα λόγια δεν πρέπει να ερμηνευτούν σαν μια αντιεπιστημονική στάση, αλλά σαν μια προειδοποίηση για τη στασιμότητα που καραδοκεί μέσα σε κάθε διατυπωμένη πρόταση και μέσα σε κάθε εγκαθιδρυμένη επιστήμη. Όσα ιδρύει το Είναι δεν αποτελούν ένα καθίδρυμα κατάλληλο για αποθήκευση γνώσεων, αλλά ξανοίγουν ένα ξεκίνημα. Η σιγητική στάση (επ)ίσταται τόσο μόνο «επί» του Είναι, όσο χρειάζεται για να το διαφυλάξει μέσα στην αρχέγονη σιγή του και να το κατονομάσει με «άγια ονόματα». Δες Fr. HÖLDERLIN, “Heimkunft”, στίχος 101:
«Πρέπει συχνά να σωπαίνουμε· μας λείπουν τα άγια ονόματα».
Prolegomena zu einer jeden künftigen Sigetik als Wissenschaft
Z u s a m m e n f a s s u n g
Der Ansatz Heideggers, einen bisher unerhörten philosophischen Fach mit dem Fremdwort “Sigetik” (aus dem griechischen Wort σιγή = Schweigen) zu nennen, wird hier untersucht und weitergeführt. Als zentrales Anliegen der Sigetik wird die Ausfindung und Bewahrung des Seins festgestellt. Die brauchbaren Mitteln sind dabei nicht üblich: die Termini sollen nicht im alltäglichen sondern in umgekehrtem Sinne gebraucht werden und nicht Seiendes aussagen sondern das Seins selbst “stiften”.
Die von Kierkegaard bearbeitete “stille Verzweiflung” wird als eine mögliche Stimmung des sigetischen Forschers gesehen. Zuletzt wird die sigetische Wahrheit in ihrer nicht-aussagenden, nicht-allgemeinen und nicht-offenbaren Prägung umrissen.
Johann TZAVARAS
[1] Δες M. HEIDEGGER: Beiträge zur Philosophie (Vom Ereignis). Gesamtausgabe Bd. 65, Frankfurt am Main 1989 (εφεξής: Beiträge), S. 78-79. Αυτό το βιβλίο γράφτηκε κατά τα χρόνια 1936-1938, αλλά δημοσιεύτηκε κάπου μισό αιώνα αργότερα, το 1989.
[2] Το άρθρο του F. J. GONZALEZ: And the Rest is Sigetik: Silencing Logik and Dialectic in Heidegger’s Beiträge zur Philosophie. Research in Phenomenology, Vol. 38 (2008), Issue 3, 358-391, κάνει μια προσπάθεια να αποκαταστήσει το κύρος της Διαλεκτικής που τάχα επλήγη από την «ενάντια προς αυτήν» Σιγητική. Δίκαια επικρίνεται γι’ αυτή την παρεξήγηση από τον A. KNOWLES: Steresis and Silence: The Aristotelian Origins of Heidegger’s Thinking of Silence. In: J. OLDFIELD (ed.), Sources of Desire: Essays on Aristotle’s Theoretical Works, Cambridge Scholars Publishing 2012, 94-110. Αξιόλογα ερμηνευτικά βήματα κάνει η διδακτορική διατριβή του Γιώργου Ξηροπαΐδη (G. XIROPAIDIS): Einkehr in die Stille. Bedingungen eines gewandelten Sagens in Heideggers “Der Weg zur Sprache”. Freiburg i.Br. 1991.
[3] Δες το εμπεριστατωμένο άρθρο των G. WOHLFART - J. KREUZER: Schweigen, Stille, in: Historisches Wörterbuch der Philosophie, Band 8 (1992), S. 1483-1495.
[4] Ο Καντ δεν εκλαμβάνει τη Μεταφυσική ως δεδομένη, αλλά –όπως και ο Αριστοτέλης– ως κάτι υπό αναζήτηση. Στην πρώτη πρόταση του Προλόγου των Προλεγομένων του ο Καντ διασαφηνίζει ότι δεν πρόκειται να μιλήσει για ένα σύνολο ήδη υπαρκτών γνώσεων, που πρέπει τάχα να διδαχθεί στις μελλοντικές γενιές, αλλά για μια επιστήμη που οι αναγνώστες χρειάζεται να αναζητήσουν και να βρουν ολόπρωτα οι ίδιοι. Δες Imm. KANT: Προλεγόμενα σε κάθε μελλοντική Μεταφυσική. Εισαγωγή-Μετάφραση-Σχόλια Γ. ΤΖΑΒΑΡΑΣ. «Δωδώνη», Αθήνα-Γιάννινα 1982, σελ. 21. Σύγκρινε στον ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ: Μεταφυσ. Α2, 983a 21 και Β1, 995a 24: «ἐπιστήμη ζητουμένη».
[5] Fr. NIETZSCHE: Πέρα από το καλό και το κακό (1886), §§ 17 και 34. Δες και § 54: «Άλλοτε πίστευαν στην ψυχή, όπως πίστευαν και στη Γραμματική και στο γραμματικό υποκείμενο: έλεγαν, “εγώ” είναι ο αναγκαίος όρος, “σκέπτομαι” είναι το υπό όρους κατηγορούμενο – άρα το σκέπτεσθαι είναι μια δραστηριότητα, μαζί με την οποία πρέπει να νοηθεί ένα υποκείμενο ως αιτία».
[6] ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ: Τοπικών Α11, 104b 19-23.
[7] ΠΛΑΤΩΝΟΣ: 7η Επιστολή 341c.
[8] ΠΛΑΤΩΝΟΣ: Κρατύλος 438d. Υπογράμμισα τις εκφράσεις που υποδηλώνουν τη σιγή.
[9] Ο νεοπλατωνισμός, στον οποίο εντάσσονται και οι τρεις αυτοί στοχαστές, έχει κινήσει τα τελευταία χρόνια ένα πολύπλευρο ερμηνευτικό ενδιαφέρον. Ειδικά για τον Ψευδο-Διονύσιο (5ος-6ος αι. μ.Χ.) δες το άρθρο του Κ. ΝΙΑΡΧΟΥ: Η γλώσσα και το Απόλυτο: Αναφορά στο έργο του Διονυσίου του Αρεοπαγίτου Περί θείων ονομάτων. Στο: Ελληνική Φιλοσοφική Εταιρεία, Γλώσσα και πραγματικότητα στην ελληνική φιλοσοφία. Αθήνα 1985, 256-269.
[10] Σε ένα αξιοθαύμαστο χωρίο ο Πλωτίνος ταυτίζει ολόκληρη τη φύση με μια ψυχή, η οποία «σωπαίνοντας ασκεί εντός εαυτής τη θέαση, όχι στραμμένη προς τα επάνω, ούτε προς τα κάτω, αλλά ιστάμενη εκεί όπου βρίσκεται, μέσα στο εντός-εαυτής-ίστασθαι και αυτοσυναισθάνεσθαι» (ΠΛΩΤΙΝΟΥ: Εννεάδων ΙΙΙ 8, 4, 15-19). Ό,τι είναι δημιούργημα αυτής της φύσης γίνεται κατανοητό μόνο μέσα σε σιωπή και ως θέαμα αυτής τούτης της φύσης «σιωπησάσης» (Αυτόθι, ΙΙΙ 8, 4, 5).
[11] Δες M. HEIDEGGER: Beiträge (1989), S. 79: “Die Erschweigung entspringt aus dem wesenden Ursprung der Sprache selbst”. (Μεταφράζω: «Η σιγή πηγάζει από την ουσιωνόμενη αρχέγονη πηγή που είναι αυτή τούτη η γλώσσα»).
[12] Ο ύστερος Χάιντεγγερ δεν μιλά πια για λησμονιά του Είναι εκ μέρους των ανθρώπων (Seinsvergessenheit) αλλά για «εγκατάλειψη των όντων εκ μέρους του Είναι» (Seinsverlassenheit). Δες το βιβλίο μου: Γ. ΤΖΑΒΑΡΑ, Οι «Εισφορές στη Φιλοσοφία» του Heidegger. Μια προσπάθεια προσέγγισης. “Bookstars”, Αθήνα 2013.
[13] Ένα από τα μεγαλύτερα υποκεφάλαια του βιβλίου: M. HEIDEGGER, Beiträge (1989), είναι αφιερωμένο στους λιγοστούς και σπάνιους αυτούς ανθρώπους (§ 5: “Für die Wenigen – Für die Seltenen”).
[14] M. HEIDEGGER, αυτόθι, σελ. 84. Ο Χάιντεγγερ χρησιμοποιεί ως παράδειγμα τη γερμανική λέξη “Entscheidung” (= απόφαση), που ετυμολογικά ιδωμένη έχει το νόημα του χωρισμού. Δηλώνει έτσι ότι κάτω από την προϋπόθεση ενός χωρισμού του Είναι από τα ανθρώπινα όντα μπορεί να ειδωθεί η δυνατότητα επανασύνδεσής τους.
[15] Ο Χάιντεγγερ διαβλέπει σ’ αυτή τη χρήση των λέξεων τη μετατροπή ολόκληρης της Λογικής. Λέει κατά λέξη (αυτόθι, σελ. 177): «Η Λογική ως διδασκαλία περί του ορθού σκέπτεσθαι μετατρέπεται σε διαλογισμό που αφορά την ουσία της γλώσσας ως εγκαθιδρύουσας κατονομασίας της αλήθειας του Είναι».
[16] S. KIERKEGAARD: Sygdommen til Døden (1849). In: A. B. DRACHMANN – J. L. HEIBERG – H. O. LANGE (eds.): Samlede Vaerker, Kjøbenhavn 1905. Αυτό το βιβλίο έχει μεταφραστεί (μέσω της γαλλικής μετάφρασης) και στα ελληνικά: S. KIERKEGAARD, Η ασθένεια προς θάνατον: Η έννοια της απελπισίας. Μετάφραση Κ. ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗΣ. «Καστανιώτη», Αθήνα 1999 (2η έκδοση, 2007).
[17] Γ. ΤΖΑΒΑΡΑ: Η καθολική διάδοση της απελπισίας. (Σπουδή στον Kierkegaard). «Δωδώνη», Αθήνα-Γιάννινα 1997, σελ. 9-12.
[18] Υπάρχουν επανειλημμένες αναφορές του Κίρκεγκωρ σ’ αυτό το περιστατικό, που συνοδεύονται με ποικίλα σχόλια. Δες π.χ. S. KIERKEGAARD: Papirer III C1 και V A33.
[19] Επειδή αυτός ο ισχυρισμός παραξενεύει, ας προσεχτεί ότι κατά τον Κίρκεγκωρ δεν είναι απελπισμένος ο άνθρωπος ως ολότητα, αλλά μόνο «ο εαυτός» του, που προσδιορίζεται ως αυτοσχετισμός και ακόμα ειδικότερα ως το «ότι» του αυτοσχετισμού, δηλαδή κάτι πνευματικό και υπεργήινο. Δες S. KIERKEGAARD: Sygdommen til Døden (1849), ΧΙ 127.
[20] M. HEIDEGGER: Είναι και Χρόνος (1927), § 44β: «Το αρχέγονο φαινόμενο της αλήθειας και ο παράγωγος χαρακτήρας της παραδοσιακής έννοιας της αλήθειας».
[21] M. HEIDEGGER, αυτόθι, §§ 54-60.
[22] M. HEIDEGGER, αυτόθι, §§ 50-53.
[23] M. HEIDEGGER, αυτόθι, 265.
[24] Είναι γνωστό ότι για να συγκροτήσει τις κατηγορίες του, ο Καντ προσφεύγει στα 12 είδη των κρίσεων (γενικές, μερικές, ατομικές κτλ.). Αλλά ακόμα και όταν προβληματίζεται σχετικά με τις μεταφυσικές «ιδέες» ψυχή – κόσμος – Θεός, ο Καντ ενδιαφέρεται κυρίως για το τι λέμε ή μπορούμε να πούμε γι’ αυτές, π.χ. «ο Θεός είναι» (δες I. KANT: Kritik der reinen Vernunft Α338-642 / Β 396-670, ειδικότερα Α592-602 / Β620-630) και όχι για το τι μας «λένε» αυτές σιγώντας. Σ’ αυτό ακολουθεί, αναμφίβολα, τη μεταφυσική παράδοση που καθιερώνει ο Αριστοτέλης, όταν προβληματίζεται σχετικά με τους πολλούς τρόπους της λεκτικής μας αναφοράς στα όντα ως όντα (Μεταφ. Γ2, 1003a 33: «τὸ δὲ ὂν λέγεται πολλαχῶς»).
[25] M. HEIDEGGER: Beiträge (1989), S. 79.