Ο χρόνος κατά τον Αίαντα

Γιάννη Τζαβάρα
Ο χρόνος κατά τον Αίαντα του Σοφοκλή
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Φιλοσοφείν: επιστήμη, εύνοια, παρρησία
τεύχος 18 (Ιούνιος 2018), 227-238.
 
 
Το πλήρες κείμενο έχει ως εξής:
 
 

1. Στο κέντρο και επίκεντρο της πρώιμης σοφόκλειας τραγωδίας Αίας (περίπου 445 π.Χ.) παρεμβάλλεται ένας μονόλογος του πρωταγωνιστή, που εμβαθύνει στα συμβάντα που προηγήθηκαν και σε όσα πρόκειται να επακολουθήσουν. Η σκηνή διαδραματίζεται έξω από την Τροία, κοντά στο τέλος του δεκαετούς Τρωικού πολέμου. Ο Αίας φαίνεται να έχει τώρα ανανήψει τόσο από το εγωιστικό μίσος του κατά των Ελλήνων αρχηγών, που του στέρησαν τα όπλα του νεκρού Αχιλλέα απονέμοντάς τα στον Ιθακήσιο Οδυσσέα, όσο και από την προσωρινή παράνοια που τον οδήγησε να μαστιγώσει και να σφάξει αιγοπρόβατα αντί για τους ιδιοκτήτες τους. Αλλά τα πάθη του δεν έχουν κατά κανέναν τρόπο τελειωμό. Η απογοήτευση και η ντροπή για την αποτυχημένη εκδικητική του πράξη μέλλουν να τον οδηγήσουν έως την αυτοκτονία. Επιπλέον, ο νους του έχει τώρα στραφεί ενάντια σε έναν πολύ πιο άτεγκτο αφέντη, όπως θα ιδούμε παρακάτω. Κατορθώνει πάντως να υψώνεται σε εξαιρετικές νοητικές αφαιρέσεις, έτσι όπως αυτές αποτυπώνονται στους πρώτους τέσσερις στίχους του μονολόγου του (στ. 646-649, σε μετάφραση Ιωάννη Γρυπάρη):

      Όλα ο μακρός κι αναρίθμητος χρόνος

      τἀφανέρωτα πριν φέρνει στο φως

      κι αφού φανούνε μέσα του τα κρύβει.

      Τίποτ’ ανέλπιστο δεν είναι· ως κι ο όρκος

      ο πιο βαρύς πατιέται κι η πιο στέρια | η απόφαση[1].

Αυτό το φιλοσόφημα περί χρόνου είναι τόσο θαυμαστό μέσα στον αφαιρετικό χαρακτήρα του και συνάμα τόσο δραματικά συνυφασμένο με τα τραγικά πάθη του ομιλούντος, ώστε εξανάγκασε τον ελληνιστή Bernard Knox να παραδεχθεί ότι ακόμα και αν ήταν το μόνο διασωσμένο χωρίο από τη δραματουργία του Σοφοκλή, αυτός θα έπρεπε να αναγνωρισθεί ως «ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές του κόσμου»[2].

Ο χρόνος προσδιορίζεται εδώ με δύο παράδοξα επίθετα: ως μακρὸς και μάλιστα ἀναρίθμητος. Αυτοί οι προσδιορισμοί μάς παραξενεύουν, επειδή πολύ συχνά ο χρόνος βιώνεται σαν σύντομος και περιορισμένος μέσα σε αριθμητικά πλαίσια: τόσοι μήνες, τόσες ημέρες, τόσες ώρες. Και μάλιστα ο Αριστοτέλης ο Σταγειρίτης, που ασχολήθηκε εκτεταμένα με τον χρόνο στα Φυσικά του, τον ορίζει ως ἀριθμούμενον[3], που σημαίνει ότι ο χρόνος χαρακτηρίζεται όχι μόνο από τη δυνατότητα της αρίθμησής του αλλά και από την εξακολουθητική της πραγματοποίηση. Πώς μπορεί λοιπόν ο Αίας να αρνείται το λιγοστό και το αριθμητό του χρόνου;

Το φιλοσόφημα δεν είναι μετέωρο, αλλά αποτελεί ανταπόκριση στο παράπονο που λίγο πρωτύτερα διατυπώνει ο χορός (αποτελούμενος από τους ναυτικούς-συντρόφους του Αίαντα), ότι παραμένει εδώ και πολλά χρόνια στα χώματα της Τροίας, χειμώνα-καλοκαίρι, επί «αναρίθμητους» μήνες – σαν να ήταν μια αιωνιότητα (αἰέν)[4]. Φαίνεται λοιπόν χρήσιμη μια παρέμβαση του Αίαντα, που υποστηρίζει ότι αυτό που σέρνεται επί μήνες δεν είναι κάποια απειράριθμη αιωνιότητα, αλλά αυτός τούτος ο πεπερασμένος χρόνος, ο δεμένος άρρηκτα με τις ανθρώπινες θλίψεις και τις άγονες προσπάθειες για να καταληφθεί η Τροία. Έτσι προκύπτει α) ότι ο χρόνος είναι μακρόσυρτος και όχι κατά την ουσία του επ’ άπειρο εκτεταμένος. β) Όσο και αν ενίοτε μας φαίνεται μακρός και απειράριθμος, ο χρόνος ιδωμένος από άλλη άποψη είναι σύντομος και ευάριθμος: κάποτε οι προσπάθειες καρποφορούν, οι θλίψεις τελειώνουν, και τότε φανερώνεται ότι επρόκειτο για μια σύντομη περίοδο με αρχή και τέλος.

Είναι άραγε μια επίφαση και μια αυταπάτη, όταν ο χρόνος εμφανίζεται ως μακρός; Όχι, βέβαια! Ο χρόνος είναι πράγματι τόσος, όσος μας φαίνεται – ακριβώς επειδή είναι αλληλένδετος με ένα μεγάλο πλήθος από θλίψεις και αποτυχίες, από αξεπέραστα ανθρώπινα πάθη[5]. Σε όλα τα δράματά του ο Σοφοκλής δεν κουράζεται να βάζει στο στόμα των ηρώων του τη σχεδόν παροιμιώδη έκφραση: χρόνος μακρός, συνηθέστατα ως αναγνώριση αφενός του μεγέθους του, αφετέρου του μεγαλείου του[6]. Ο χρόνος είναι «τόσο» μακρός, ώστε κανένας αριθμός δεν επαρκεί για τον προσδιορισμό του μεγέθους του.

Ακόμα και αν ψυχολογικά δικαιολογείται το να βιώνονται οι οδυνηροί μήνες ενός δεκαετούς πολέμου ως «αναρίθμητοι», πώς μπορεί αυτός ο χαρακτηρισμός να νοηθεί μέσα σε μια νηφάλια και αποστασιοποιημένη αντιμετώπιση; Μήπως κρύβεται εδώ κάτι πολύ περισσότερο από ένα υποκειμενικό βίωμα; Και μήπως δεν αριθμούσαν τον χρόνο οι Αθηναίοι του 5ου αιώνα π.Χ., δεν απαριθμούσαν τους μήνες, τις ημέρες, τις ώρες κτλ.; Αυτές είναι απορίες που μπορούν να οδηγήσουν σε γόνιμες απαντήσεις σχετικά με την ουσία του χρόνου, αντί να τις προσπερνούμε συγκαταβατικά. 

Ο Αίας είναι γνώστης ότι ο δικός του χρόνος δεν είναι διόλου μακρός, αφού μετά από λίγο πρόκειται να αυτοκτονήσει. Όσα λέει για τον χρόνο είναι αμφίσημα και απατηλά: ξέρει το επικείμενο τέλος του, αλλά εξαπατά τόσο τον χορό όσο και τους θεατές. Να γιατί ο μονόλογός του έχει καθιερωθεί να ονομάζεται «απατηλός λόγος»[7]. Τίθεται λοιπόν το ερώτημα: Με ποιον τρόπο το επιφανειακά αφηρημένο φιλοσόφημα εξαπατά; Θα κάνω την εξής υπόθεση: Η εδώ και πολλούς αιώνες αυτούσια διατηρημένη λέξη «αναρίθμητος» μπορεί να γίνει κατανοητή μέσα στην ετυμολογική της προέλευση από το ρήμα ἀραρίσκω, που σημαίνει «συνάπτω, συνδέω και τακτοποιώ όσα ανήκουν στην ίδια τάξη και συνομοταξία». Πρόκειται για την πλούσια ετυμολογική ρίζα *ἄρω, απ’ όπου παράγονται λέξεις όπως ἄρθρον, ἀριθμός, ἄρτιος, ἄριστος, ἁρμός, ἁρμονία κ.ά.[8] Η ἀρίθμησις δεν είναι απλώς μια παπαγαλίζουσα διανοητική πράξη, μια επιπόλαιη καταμέτρηση, αλλά προϋποθέτει μια αναγνώριση της διασύνδεσης των αριθμητικών αρθρώσεων και μια αποκατάστασή τους στην αρχέγονη συνάρθρωση και διάρθρωσή τους. Χάρη σε μια τέτοια αναγνώριση, η συναρίθμηση αποκαθιστά το διασπασμένο σύμπαν, δηλαδή την ενιαία κοσμική τάξη. Η συναρίθμηση στηρίζεται λοιπόν στην ύπαρξη μιας αρχέγονης ενότητας, την οποία τείνει να αποκαταστήσει: εντάσσει τα πολλά στην αρχική τους τάξη απαλλάσσοντάς τα από τον διασκορπισμό και τη σύγχυση. Χαρακτηρίζοντας τον χρόνο ἀναρίθμητον, ο Αίας δεν εννοεί ότι περιλαμβάνει απέραντα πολλά ψηφία που αδυνατούμε να απαριθμήσουμε, αλλά ότι περιλαμβάνει μια ριζική ασυναρτησία, μια μη-επιδεκτικότητα συνάρτησης. Ο χρόνος είναι ασυνάρτητος, όχι επειδή αυτός ο ίδιος δύσκολα συναρτάται· πολύ εντονότερα: επειδή είναι υπαίτιος ασυναρτησίας. Όσα βρίσκονται μέσα στον χρόνο και τελούν υπό την εξουσία του, αποβαίνουν ασυνάρτητα – γι’ αυτό και δεν μπορούν ούτε να συγκαταλεχθούν ούτε να συναρθρωθούν. Με μια αρχαία και πάντα επίκαιρη διατύπωση: τα έγχρονα διίστανται και εξίστανται. Ο χρόνος αποτελεί την αναγκαία συνθήκη για τη δυνατότητα μεταβολών («εκστάσεων»)[9], χωρίς όμως ο ίδιος να μεταβάλλεται. Γι’ αυτό και δεν επιδέχεται αριθμητικές-ποσοτικές μετρήσεις που τον παρουσιάζουν να μετατρέπεται ή να ‘κυλάει’.

Αυτή είναι ίσως μια τολμηρή ερμηνεία του σοφόκλειου χρόνου. Ας δούμε όμως τα συμφραζόμενα: Για να δικαιολογήσει την άποψή του περί χρόνου, ο Αίας προσφέρει μέσα στον ίδιο μονόλογο μια ολόκληρη σειρά ακαταμάχητων τεκμηρίων: α) Ακόμα και οι πιο βαρυφορτωμένοι με χιόνια χειμώνες υποχωρούν και παραχωρούν τη θέση τους στο καρποφορτωμένο καλοκαίρι· ο Αίας χρησιμοποιεί εδώ το ρήμα της χωρικής αλλαγής: ἐκχωροῦσι (στ. 671). β) Το βαθύ σκοτάδι της νύχτας παραμερίζει και κάνει τόπο στο λαμπερό φως της ημέρας· εδώ χρησιμοποιείται το ρήμα της έκστασης που θα εντυπωσιάσει ακόμα και τους πιο απαιτητικούς μυστικιστές: το νυχτερινό σκοτάδι ἐξίσταται (στ. 672). γ) Ακόμα και οι πιο άγριες φουρτούνες λυσσασμένων ανέμων επιτρέπουν τελικά στη μανιασμένη θάλασσα να αποκοιμηθεί (στ. 674: ἐκοίμισεν). δ) Ο παντοδύναμος θεός Ύπνος δεν κρατά κάτω από την εξουσία του για πάντα τα ανθρώπινα μέλη, αλλά τα απολύει και τα απελευθερώνει (στ. 676: λύει). ε) Ο καλύτερός μας φίλος γίνεται εχθρός και ο χειρότερος εχθρός γίνεται με τον χρόνο φίλος· δεν μπορεί κανείς να εμπιστεύεται τον φίλο του, γιατί αυτός δεν θα μείνει για πάντα (στ. 682: ὡς αἰὲν οὐ μενοῦντα)· ο υποτιθέμενος λιμένας της φιλίας είναι για τους πιο πολλούς ανθρώπους αναξιόπιστος (ἄπιστος).

Όλος αυτός ο καταιγισμός τεκμηρίων από την περιοχή αφενός της φύσης και αφετέρου της ανθρώπινης ζωής συνοψίζεται μέσα στο αφετηριακό τετράστιχο διττά: ως φανέρωση και απόκρυψη. Ο χρόνος φανερώνει όσα είναι αφανή και αποκρύβει όσα είναι φανερά. Όλα τα όντα χωρίς καμιά εξαίρεση (στ. 646: ἅπαντα) συμπεριλαμβάνονται στο διττό σχήμα: αφανή – φανερά (ἄδηλα – φανέντα). Ο χρόνος αναδεικνύει την εξουσία του μεταποιώντας τα μεν στα δε και αντίστροφα. Η ασυναρτησία συγκεκριμενοποιείται τώρα στο ότι ούτε τα αφανή παραμένουν ως τέτοια ούτε τα φανερά, αλλά μέσω του χρόνου εκπίπτουν και μεταπίπτουν στο αντίθετό τους. Πρόκειται για μια αδιάπτωτη καταστροφή του παλιού και δημιουργία του νέου[10].

Εδώ συναντάται κι ένα αξιοθαύμαστο λεκτικό υπονοούμενο: ο χρόνος φύει (στ. 647)[11]. Ολόκληρη η φύσις υπόκειται στην εξουσία του χρόνου κατά το μέτρο που είναι εκστατική και όχι στατική. Η φύση δεν είναι μια σταθερή οντότητα, αλλά ένα διαρκές αναφύεσθαι. Σ’ αυτή την κινητότητα ο Αίας συμπεριλαμβάνει όχι μόνο τα άψυχα όντα αλλά και τα ανθρώπινα. Έτσι αποκαλύπτεται ότι ο χρόνος δεν είναι ένα φυσικό στοιχείο που μπορούν να μελετούν δικαιωματικά μόνο οι φυσικοί επιστήμονες, αλλά μια καθολική συνθήκη τόσο της ύπαρξης όσο και της ανυπαρξίας. Ο χρόνος υπερέχει οντολογικά της φύσης ως κυρίαρχος των πάντων.

 

2. Όσο ρηξικέλευθη και αν ακούγεται αυτή η κουβέντα, δεν πρωτοτυπεί. Επαναλαμβάνει γενικεύοντας εκείνο το δίστιχο που έχει πει η θεά Αθηνά ήδη στην πρώτη σκηνή του έργου (στ. 130-131):

      Γιατί η μέρα ρίχνει κάτω και ανορθώνει πάλι

      όλα τα ανθρώπινα[12].

Η θεά περιορίζει τον αφορισμό της στην καθημερινότητα κάθε ανθρώπου αναφέροντας το μικρό χρονικό διάστημα μιας ημέρας[13]. Ο στόχος της θεάς δεν είναι οντολογικός: αποβλέπει στο ηθικοθρησκευτικό δίδαγμα ότι «όλα τα ανθρώπινα» είναι τόσο ανήμπορα σε σύγκριση προς τα θεϊκά, ώστε οι άνθρωποι δεν πρέπει ούτε να υπεραίρονται ούτε να εναντιώνονται στους θεούς. Μια οποιαδήποτε ημέρα εξαναγκάζει κάθε άνθρωπο να κατακλίνεται (κλίνει) το βράδυ, για να μπορεί την άλλη ημέρα να ξανασηκωθεί. Η ημέρα τόσο εξουσιάζει και τον πιο ισχυρό άνδρα, ώστε τον ρίχνει και τον ανορθώνει – σαν ανδρείκελο. Συνεπώς δεν του επιτρέπεται ούτε να κομπορρημονεί (στ. 96: κόμπος πάρεστι), όπως κάνει ο Αίας, ούτε να εναντιώνεται στους θεούς αυτοδικώντας (στ. 113: τήνδε κοὐκ ἄλλην δίκην).

Όταν ο Αίας γενικεύει τις έννοιες της θεάς Αθηνάς –αντί για μια μέρα μιλά για τον χρόνο ολόκληρο, αντί για τα ανθρώπινα μιλά για τα πάντα, αντί για την καθημερινή μας κατάκλιση και ανέγερση μιλά για την καθολική εμφάνιση κι εξαφάνιση– προβάλλει κι ένα διαφορετικό στόχο κι ένα διαφορετικό συμπέρασμα[14]. Αυτό γίνεται φανερό στους δύο τελευταίους στίχους του τετράστιχου που παρατέθηκε παραπάνω (στ. 648-649): «Τίποτ’ ανέλπιστο δεν είναι· ως κι ο όρκος | ο πιο βαρύς πατιέται κι η πιο στέρια | η απόφαση». Ούτε αυτοί οι στίχοι είναι ένα μετέωρο φιλοσόφημα. Συνδέονται αφενός με τους συντρόφους-ναυτικούς του Αίαντα, αφετέρου με την προσωπική του μοίρα. Ας δούμε αυτές τις διασυνδέσεις:

Α) Στο χορικό που προηγήθηκε, οι σύντροφοι-ναυτικοί παραπονούνται ότι εδώ και πολλούς μήνες καταπονούνται από τον απελπισμένο φόβο (στ. 606: κακὰν ἐλπίδα) ότι πολύ σύντομα θα οδηγηθούν στην τελειωτική εξαφάνιση, στον ανίδωτο Άδη (στ. 608: ἀΐδηλον Ἄιδαν). Απαντώντας σ’ αυτό τον εύλογο φόβο έρχεται τώρα παρηγορητικά ο Αίας να διαβεβαιώσει ότι δεν χρειάζεται να απελπίζεται κανείς ενώπιον του τελικού τίποτα, αφού τίποτα δεν είναι απροσδόκητο (στ. 648: οὐδὲν ἄελπτον). Αυτό το συμπέρασμα προκύπτει ήδη από το ότι ο μεγαλειώδης χρόνος συμπεριλαμβάνει αλληλένδετα την εμφάνιση και την εξαφάνιση. Τα πάντα είναι ενταγμένα σ’ αυτό τον καθολικό και απαράβατο χρονικό νόμο. Δεν πρέπει λοιπόν να φοβόμαστε το θανατικό μας τέλος, αφού αυτό είναι μέρος μιας αδιάσπαστης αλυσίδας.

Β) Ποιος είναι ο «πιο βαρύς όρκος», για τον οποίο γίνεται λόγος στον στ. 649; Ο Αίας στρέφεται τώρα προς τον εαυτό του και αναλογίζεται ότι έχει δώσει τον περίφημο «όρκο του Τυνδάρεω»[15]. Ο σχετικός μύθος λέει τα εξής: Όταν ο βασιλιάς της Σπάρτης Τυνδάρεως σκέφτηκε να παντρέψει τη θετή του κόρη, την ωραία Ελένη, μαζεύτηκαν ευγενείς από όλη την Ελλάδα –μεταξύ άλλων και ο Αίας από τη Σαλαμίνα–, για να κερδίσουν την πανέμορφη νύφη. Αντιμετωπίζοντας το πρόβλημα της επιλογής ο Τυνδάρεως ακολούθησε τη συμβουλή του Οδυσσέα: απαίτησε από όλους τους μνηστήρες να ορκιστούν ότι θα υπερασπιστούν όποιον και αν επιλεγεί, και αν κάποιος την κλέψει από το σπίτι, θα εκστρατεύσουν όλοι εναντίον του και θα ισοπεδώσουν την πόλη του[16]. Κάτω από αυτές τις συνθήκες η Ελένη επέλεξε ως σύζυγο τον Μενέλαο, και όταν ο Πάρις την έκλεψε, συνεκστράτευσαν οι τέως μνηστήρες, για να τηρήσουν τον όρκο τους.

Ο ιερός όρκος καταπατιέται, όταν ο Αίας αθετεί την υποχρέωσή του να βοηθήσει στο να καταπατηθεί «της Τροίας η ιερή πόλη»[17], ο σκληροτράχηλος νους του[18] κλονίζεται, και στρέφεται κατά των Ελλήνων αρχηγών με φονικό σκοπό. Αντί να αλωθεί η Τροία, ἁλίσκεται (= καταβάλλεται, καταπατιέται) ο ιερός όρκος της σύμπνοιας και της συμπαράστασης. Αυτό που ποτέ δεν θα μπορούσε κανείς να πιστέψει ή να φανταστεί, το έσχατα ‘αδόκητο’, να που κάνει την απροσδόκητη εμφάνισή του.

Αλλά όλα αυτά τα δεδομένα υπηρετούν τον βασικό στόχο: να προσδιοριστεί ο χρόνος, που ορίστηκε αρχικά ως μέγας και ως φορέας ασυναρτησίας. Όπως από τα ασυνάρτητα έφτασε κι ο χρόνος να ορίζεται ασυνάρτητος (στ. 647: ἀναρίθμητος), έτσι και από τα απροσδόκητα χρειάζεται να μεταβούμε στον χρόνο ως κατεξοχήν φορέα του απροσδόκητου. Αλλά τότε το ἄελπτον πρέπει να κατανοηθεί με ένα ακόμα πιο έντονο νόημα: όχι μόνο ως αυτό που διαψεύδει τις ελπίδες ή επιφέρει ακόμα και τον ‘αδόκητο θάνατο’, αλλά ως κάτι που αυτό τούτο δεν επιδέχεται το δοκεῖν = τη διανοητική κατανόηση. Ως υπαίτιος και φορέας του αδιανόητου, αυτός τούτος ο χρόνος είναι αδιανόητος, δηλαδή κάτι που δεν μπορεί ούτε να διαβλέψει ούτε να αντέξει ο ανθρώπινος νους[19]. Πρόκειται για ένα βαρβάτο οντολογικό συμπέρασμα: αφού ο χρόνος ξεπερνά τα όρια της ανθρώπινης διάνοιας, σίγουρα δεν χρειάζεται να απελπιζόμαστε αλλά ούτε επιτρέπεται να εμπιστευόμαστε τη διάνοια. Όχι μόνο στα ρευστά όντα, όχι μόνο στις διανθρώπινες αξίες της φιλίας ή της συναλληλίας, αλλά και στις επιφανειακά αδιασάλευτες ικανότητες του ανθρώπινου νου, ο αδιανόητος χρόνος επικρατεί κι επιβάλλει την εξουσία του. Μόνο ένας ‘απονενοημένος’ νους, που μόλις πριν λίγο βίωσε την παράνοια κι έχει ‘προνοήσει’ για την επικείμενη αυτοκτονία του, μπορεί να διανοηθεί τόσο τραγικά τον αφέντη Χρόνο.

Βάσει της εδώ προτεινόμενης ερμηνείας το σοφόκλειο τετράστιχο που μας απασχολεί (στ. 646-649) μπορεί να αποδοθεί ως εξής:

      «Μέγας ο χρόνος και ασυνάρτητα όσα επιφέρει. Τα πάντα

      αναφύει –όσα ακόμα δεν αναδύθηκαν–,

      και όσα φανερώθηκαν τα αποκρύπτει.

      Δεν υπάρχει τίποτα πιο αδόκητο-αδιανόητο. Γιατί

      και το πιο ιερό (ο όρκος ή η Τροία) μέσα του καταπατιέται,

      και η πιο σκληροτράχηλη διάνοια αποτυγχάνει να τον συλλάβει».



[1]  Το πρωτότυπο έχει ως εξής:

              ἅπανθ’ ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος

              φύει τ’ ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται·

              κοὐκ ἔστ’ ἄελπτον οὐδέν, ἀλλ’ ἁλίσκεται

              χὡ δεινὸς ὅρκος χαἱ περισκελεῖς φρένες.

Οι στίχοι έχουν αποδοθεί κατά ποικίλους τρόπους από τους νεοέλληνες μεταφραστές της τραγωδίας, οι οποίοι προφανώς ενδιαφέρονται για τη θεατρικότητα και όχι για τη φιλοσοφική βαθύτητα του μεταφρασμένου λόγου. Μια εκτενής παρουσίαση των ποικίλων αποδόσεων θα απαιτούσε περισσότερο από τον εδώ διατιθέμενο χώρο. Αρκούμαι να αναφέρω τους εξής μεταφραστές: Μάρκος Κάρζας (1817), Ζήσιμος Σίδερης (1903), Κώστας Βάρναλης (1912), Παναγής Λορεντζάτος (1932), Δημήτριος Σάρρος (1935), Ιωάννης Γρυπάρης (1940), Ηλίας Παπαλάς (1962), Αλέξανδρος Αθ. Μπάλτας (1989), Κώστας Τοπούζης (1992), Τάσος Ρούσσος (1992), Στέλλα Μπαζάκου-Μαραγκουδάκη (1996), «Εν Κύκλω» (= Μαίρη Γιόση, Δήμητρα Κιούση, Αγγελική Λάλου κ.ά., 1998), Θεόδωρος Γ. Μαυρόπουλος (2005), Ανδρέας Χ. Ζούλας (2008), Κώστας Γεωργουσόπουλος (= Κ. Χ. Μύρης, 2008), Απόστολος Κουταλόπουλος (2009), Γιώργος Μπλάνας (2012), Δημήτρης Μαρωνίτης (2012).

[2]  Bernard M. W. Knox: “The Ajax of Sophocles”. Harvard Studies in Classical Philology 65 (1961), pp. 1-37.

[3]  Αριστοτέλους: Φυσικά Δ11, 219b 7-8. Αλλά και ο Πλάτων στην κάπως μυθολογική αναφορά του (Τίμαιος 37d) υποστηρίζει ότι ο χρόνος βαδίζει προς την αιωνιότητα κατ’ ἀριθμόν.

[4]  Στίχοι 601-603: μηνῶν | ἀνήριθμος αἰὲν εὐνώμᾳ | χρόνῳ τρυχόμενος (= επί αναρίθμητους μήνες από τον ευμετάβλητο χρόνο ταλαιπωρούμενος). Το χωρίο είναι φιλολογικά προβληματικό (ο Bergk έχει προτείνει εὐνῶμαι αντί εὐνώμᾳ, ο Martin έχει προτείνει πόνῳ αντί χρόνῳ), αλλά βασικό ως εισαγωγικό στον προβληματισμό περί χρόνου.

[5]  Δες και σε άλλα χωρία της ίδιας τραγωδίας: πολὺν πολύν χρόνον (στ. 413-414), μέγας χρόνος (στ. 714 και 934), πολὺς χρόνος (στ. 1402-1403).

[6]  Δες στις Τραχίνιες στ. 542 και 599, στην Αντιγόνη στ. 422 και 1078, στον Οιδίποδα τύραννο στ. 561, 963 και 1141, στην Ηλέκτρα στ. 42, 330, 476, 1030 και 1273, στον Φιλοκτήτη στ. 235, 306, 360 και 821, στον Οιδίποδα επί Κολωνώ στ. 7-8, 88, 822, 617-618 (μάλιστα και σε αντιπαράθεση τη διατύπωση χρόνῳ βραχεῖ, στ. 1341 και 1648). Αυτός ο ενδεικτικός κατάλογος συμπυκνώνεται στην καίρια έκφραση των γερόντων τού επί Κολωνώ χορού, στ. 150-151, ότι η ανθρώπινη ζωή (αρχαιοελληνικά: αἰών) είναι δυσαίων – μακραίων = τόσο πιο δυστυχισμένη όσο πιο μακρόχρονη.

[7]  Δες π.χ. Markus Altmayer: Unzeitgemässes Denken bei Sophokles. Diss., Franz Steiner Verlag, Stuttgart 2001, S. 41: “Trugrede”.

[8]  Δες Γ. Μπαμπινιώτη: Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής, Αθήνα 2010, σελ. 208: «Στο αρχαιοελληνικό ρήμα ἀραρίσκω “τακτοποιώ, προετοιμάζω – συνδέω, συνάπτω” έχουν την αφετηρία τους αρκετά σημαντικά ομόρριζα της Αρχαίας Ελληνικής. Το ρήμα αυτό σχηματίστηκε με βάση τον αρχαϊκό αόριστο ἤραρον, με αποτέλεσμα να αποδώσει αρχαιοελληνικά παράγωγα με θέμα ἀρ-». Δες εκεί και σελ. 210, λήμμα ἀριθμός. Δες επίσης στο λεξικό Liddell-Scott-Κωνσταντινίδου, λήμμα *ἄρω.

[9]  Δες και Jacqueline de Romilly: Ο χρόνος στην ελληνική τραγωδία. Μετάφραση Χρήστος Μαρσέλλος – Σοφία Λουμάνη. «Το Άστυ», Αθήνα 2001, σελ. 108: «Ο χρόνος στον Σοφοκλή… είναι η αιτία της αστάθειας και της αλλαγής, από την οποία υποφέρει η ανθρώπινη ζωή».

[10]  Η καταστροφή είναι αυτή που κυρίως μας πονάει, γι’ αυτό και ο χορός θα συγκρατήσει μόνο τον καταστροφικό ρόλο του χρόνου (στ. 713): πάνθ’ ὁ μέγας χρόνος μαραίνει. Ας ληφθεί υπόψη και το παράλληλο χωρίο από τον Οιδίποδα επί Κολωνώ, στ. 609-611, όπου ο πρωταγωνιστής υποστηρίζει ότι μόνο τα θεϊκά όντα παραμένουν αναλλοίωτα. Τα υπόλοιπα:

      όλα ο πανδαμάτωρ χρόνος τ’ αντιστρέφει·

      φθίνει η γονιμότητα της γης, φθίνει του σώματος η δύναμη,

      πεθαίνει η πίστη, η απιστία γεννιέται. (Μετάφραση Δημ. Μαρωνίτη).

Στο πρωτότυπο:

      τὰ δ’ ἄλλα συγχεῖ πάνθ’ ὁ παγκρατὴς χρόνος.

      φθίνει μὲν ἰσχὺς γῆς, φθίνει δὲ σώματος,

      θνῄσκει δὲ πίστις, βλαστάνει δ’ ἀπιστία.

Το ρήμα συγχεῖ δηλώνει εκείνη την επιβολή ασυνάρτητης σύγχυσης, την οποία δεν μπόρεσε ή δεν θέλησε να δηλώσει ξεκάθαρα το επίθετο ἀναρίθμητος.

[11]  Τον 19ο αιώνα o H. van Herwerden πρότεινε να διορθωθεί το φύει σε φαίνει, ώστε να αποβεί ξεκάθαρη η αντίθεση φαίνει – κρύπτεται. Ήδη το 1888 ο Γεώργιος Μιστριώτης διαβλέπει ότι αυτή η διόρθωση δεν είναι αναγκαία, μάλιστα και διαφθείρει την υπονοούμενη ταύτιση της φύσης με τη φανέρωση: φύειν = φαίνειν. Ο Μιστριώτης κάνει και άλλες δύο χρήσιμες παρατηρήσεις στον στ. 647: «Τὸ μέσον κρύπτεται κεῖται ἀντὶ τοῦ ἐνεργητικοῦ, ὡς πολλαχοῦ παρὰ Σοφοκλεῖ. Διὰ τοῦ τε - καὶ συνέδεσε τὰ κῶλα, ἐν ᾧ ταῦτα ἥρμοζε νὰ συνδεθῶσι διὰ τοῦ ὥσπερ - οὕτω, ὡς καὶ ἐν Ἀντιγόνῃ 1112».

[12]  Στο πρωτότυπο:

              ὡς ἡμέρα κλίνει τε κἀνάγει πάλιν

              ἅπαντα τἀνθρώπεια.

[13]  Εύλογα λοιπόν κάποιοι μεταφραστές αποδίδουν κάπως ελεύθερα: «μια μέρα μοναχή» (Ζ. Σίδερης) ή «μια μέρα μόνη» (Ι. Γρυπάρης). Εδώ κρύβεται ασφαλώς και το υπονοούμενο, ότι μέσα στην ίδια εκείνη ημέρα παίρνεται η απόφαση για τη ζωή ή τον θάνατο του Αίαντα, όπως λέει ο αγγελιοφόρος (στ. 801-802, σε μετάφραση Ι. Γρυπάρη: «αυτή η μέρα | ή θάνατο ή ζωή θενά του φέρη»).

[14]  Μολονότι τα λόγια του Αίαντα χαρακτηρίζονται κατά το πλείστο από τραγική νηφαλιότητα, ήταν αναμενόμενο (και αναπόφευκτο) να δοθούν και ψυχιατρικές-ψυχαναλυτικές ερμηνείες της αυτοκτονίας του. Δες Δ. Κουρέτας: Ανώμαλοι χαρακτήρες εις το αρχαίον δράμα. 2η έκδοση, «Εκδόσεις της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Ομάδας», Αθήναι 1951. Γιάννης Νηματούδης: «Η αυτοκτονία του Αίαντα στην ομώνυμη τραγωδία του Σοφοκλή». Αρχαιολογία και Τέχνες 98 (2006), 38-48.

[15]  Δες και τον στ. 1113, όπου ο Αίας χαρακτηρίζεται ἐνώμοτος (= δεμένος με όρκο).

[16]  Ευριπίδη: Ιφιγένεια εν Αυλίδι, στ. 57-64.

[17]  Ομήρου: Οδύσσεια α2.

[18]  περισκελεῖς φρένες. Ο Ι. Γρυπάρης μεταφράζει: «η πιο στέρια η απόφαση». Αλλά πρόκειται για την αναγκαστική τήρηση του δοσμένου όρκου και όχι για την πραγματοποίηση μιας ελεύθερα ειλημμένης απόφασης.

[19]  Πολύ σωστά λοιπόν, κατά την άποψή μου, οι Γερμανοί μεταφραστές Wilhelm Willige και Karl Bayer αποδίδουν το ἄελπτον (στ. 648) ως Unausdenkbares (= αδιανόητο). Δες Sophokles: Tragödien und Fragmente, Griechisch und deutsch, herausgegeben und übersetzt von W. Willige, überarteitet von K. Bayer. “Ernst Heimeran Verlag”, München 1966, S. 101.

 

 

Για να επιστρέψετε στα "Άρθρα - Επιστημονικές ανακοινώσεις" του Γιάννη Τζαβάρα πατήστε εδώ.