Αισθητική αγωγή μέσω κειμένων

     Γιάννη Τζαβάρα

Αισθητική Αγωγή μέσω φιλοσοφικών κειμένων*

 

 

Η Αισθητική Αγωγή είναι ένα μάθημα που διδάσκεται τόσο στο νηπιαγωγείο όσο και στην πρωτοβάθμια και στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Καταλαμβάνει ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο μέρος των αναλυτικών προγραμμάτων ανάλογα με τις εκάστοτε αντιλήψεις του νομοθέτη. Αλλά σπάνια περνά από το νου μας ότι αυτό το μάθημα μπορεί να διεξαχθεί και μέσω φιλοσοφικών κειμένων. Και πάντως μπορεί να υποτεθεί ότι τα αισθητικά κείμενα παρέχουν μια αρκετά ικανοποιητική εικόνα της Αισθητικής, διότι έχουν φτιαχτεί για να την υπηρετήσουν και την έχουν υπηρετήσει εδώ και πολλούς αιώνες.

Αισθητική Αγωγή μπορεί να επιτευχθεί μέσω μιας «απλής» δραστηριότητας, όπως είναι π.χ. η ζωγραφική ή η παρακολούθηση μιας κινηματογραφικής ταινίας. Μια τέτοια δραστηριότητα προσφέρει αναμφισβήτητη ωφέλεια, αλλά αποβαίνει ακόμα πιο επωφελής, εάν συνοδευτεί με κάποιες άλλες, ίσως λιγότερο απλές αλλά σίγουρα γόνιμες δραστηριότητες, όπως είναι μια συζήτηση πάνω στο ζωγραφικό ή κινηματογραφικό έργο και ο σχετικός προβληματισμός. Σ’ αυτή τη συμπληρωματική φάση έχουν θέση μεταξύ άλλων και κάποια φιλοσοφικά κείμενα. Και ίσως μπορεί να τεκμηριωθεί η υπόθεση ότι τέτοια κείμενα μπορούν να καταστούν εξαιρετικοί βοηθοί στον εμπλουτισμό όσων επιτυγχάνονται μέσω των τεχνικών ή ιστορικών-καλλιτεχνικών πληροφοριών.

Εδώ θα επιχειρηθεί η μελέτη κάποιων επιλεγμένων χωρίων ως παράδειγμα Αισθητικής Αγωγής. Τέτοια κατάλληλα χωρία υπάρχουν πάμπολλα και μόνο για μια ενδεχόμενη επιλογή μπορεί να γίνεται λόγος στο πλαίσιο ενός σχετικού μαθήματος. (Δες και το βιβλίο μου: Γιάννη Τζαβάρα, Ανθολόγιο Αισθητικής, εκδόσεις «Τυπωθήτω – Γ. Δαρδανός», Αθήνα 2007). Προϋποθέτω ότι ένας ταιριαστός τρόπος διδασκαλίας είναι αυτός που διεξάγεται μέσω ερωταποκρίσεων, γι’ αυτό η παρακάτω μελέτη έχει – όπως και τα επιλεγμένα χωρία – ένα διαλογικό χαρακτήρα. Ως υπόβαθρο παρουσιάζω πρώτα τα χωρία 597 b5-c6 + d11-e7 + 598 b1-8 της πλατωνικής Πολιτείας σε νεοελληνική μετάφρασή μου:

 

«-Υπάρχουν τριών ειδών κρεβάτια· ένα που υπάρχει στη φύση και που μπορούμε, νομίζω, να πούμε ότι το κατασκεύασε ο Θεός· ή σε ποιον άλλο να το αποδώσουμε;

-Σε κανέναν άλλο, νομίζω.

-Δεύτερο εκείνο που κατασκευάζει ο μαραγκός. –Μάλιστα.

-Και ένα τρίτο που φτιάχνει ο ζωγράφος· δεν είναι έτσι; -Έτσι είναι.

-Ο ζωγράφος, λοιπόν, ο μαραγκός και ο Θεός είναι τρεις τεχνίτες που ξέρουν να κατασκευάσουν τρία διαφορετικά είδη κρεβατιών. –Ναι, τρεις.

-Ο Θεός είτε δεν θέλησε είτε δεν χρειάστηκε να κατασκευάσει μέσα στη φύση περισσότερα από ένα μόνο κρεβάτι. Κατασκεύασε λοιπόν μόνο ένα, εκείνο που είναι το καθ’ εαυτό κρεβάτι. Δύο τέτοια ή περισσότερα ούτε δημιουργήθηκαν ούτε μπορούσαν να δημιουργηθούν. –Και για ποιο λόγο; …

-Θα ονομάσουμε τώρα τον ζωγράφο δημιουργό και ποιητή ενός τέτοιου κρεβατιού; -Κατά κανένα τρόπο.

-Αλλά τι θα πεις ότι είναι αυτός σε σχέση προς το κρεβάτι;

-Υποθέτω ότι το καλύτερο που θα ταίριαζε, είναι να τον ονομάσουμε μιμητή εκείνου, του οποίου οι άλλοι είναι δημιουργοί.

-Πολύ καλά· ονομάζεις λοιπόν μιμητή τον ποιητή ενός έργου που έρχεται τρίτο, όταν θεωρήσουμε πρώτο το φυσικό ον; -Ακριβώς.

-Άρα και ο συγγραφέας μιας τραγωδίας, αφού είναι μιμητής, έρχεται τρίτος…

-Πρόσεξε εδώ, τώρα: ποιος είναι ο σκοπός της ζωγραφικής; Έχει έργο να μιμείται το ον όπως πράγματι είναι, ή να μιμείται το φαινόμενο όπως φαίνεται; Είναι δηλαδή μίμηση ενός φαντάσματος ή μιας αλήθειας; -Ενός φαντάσματος.

-Απέχει λοιπόν πολύ από την αλήθεια η μιμητική τέχνη και, καθώς φαίνεται, γι’ αυτό κάνει τόσα πράγματα, διότι ίσα που αγγίζει το κάθε τι, και οτιδήποτε αγγίζει είναι είδωλο του αληθινού.»

 

Σ’ αυτό το κείμενο δεν γίνεται λόγος μόνο για τους καλλιτέχνες, ούτε μόνο για τα καλλιτεχνήματα. Η έννοια του «ποιητή» ως δημιουργού χρησιμοποιείται με τόση ευρύτητα, ώστε να συμπεριλάβει μια μεγάλη γκάμα εκείνων των δραστήριων αιτίων, από τα οποία προκύπτει είτε μέσα στη φύση είτε μέσα στην ανθρώπινη κοινωνία ένα τόσο καθημερινό πράγμα όσο είναι ένα κρεβάτι. Ο Πλάτωνας ξεκινά μάλιστα τη συζήτηση από την προσπάθεια να διακριθούν πολλά είδη κρεβατιών, ώστε να αναχθεί το βλέμμα σ’ εκείνους που τα παράγουν. Το ότι μέσα σε μια κοινωνία συναντούμε πολλά χρηστικά κρεβάτια, δεν είναι αρκετός λόγος για να αρκεστεί ο στοχαστής σ’ αυτά. Τα ζωγραφισμένα κρεβάτια είναι επίσης κρεβάτια, ανήκουν όμως σε ένα άλλο είδος πραγμάτων. Έτσι διαπιστώνεται ότι υπάρχουν τρία είδη κρεβατιών: α) τα φυσικά, β) τα τεχνητά, γ) τα ζωγραφισμένα.

Είναι εύλογη μια τέτοια διάκριση; Μάλλον όχι! Διότι μπορούμε να δεχθούμε ότι διαφέρουν τα κρεβάτια που έφτιαξε κάποιος μαραγκός από εκείνα που ζωγράφισε κάποιος ζωγράφος, αλλά δυσκολευόμαστε να δεχθούμε ότι υπάρχει κάποιο κρεβάτι «στη φύση» που κατασκεύασε τάχα ο Θεός.

Πώς δικαιολογεί ο Πλάτωνας την ύπαρξη ενός «φυσικού» κρεβατιού που δεν φτιάχτηκε ούτε από μαραγκό ούτε από ζωγράφο; Η πορεία της σκέψης του ξεκινά από τον τελευταίο: ο ζωγράφος μπορεί να δημιουργήσει κάποιο κρεβάτι, μόνο επειδή αντελήφθη κάποια πρότυπα που φτιάχτηκαν από μαραγκούς. Ο ζωγράφος δεν κάνει άλλο από του να μιμείται αυτά τα πρότυπα (σήμερα τα ονομάζουμε «μοντέλα»). Το ίδιο κάνει κατά συνέπεια και ο μαραγκός: έχει κατά νου κάποιο πρότυπο, και μόνο επειδή το απομιμείται, κατορθώνει να παράγει αυτά τα τεχνητά πράγματα που χρησιμεύουν στο να κοιμόμαστε. Εκείνο που ο μαραγκός έχει κατά νου, προφανώς δεν φτιάχτηκε από άνθρωπο, αλλιώς θα ήταν και αυτό τεχνητό. Απομένει το ενδεχόμενο να υπάρχει μέσα στη φύση και να φτιάχτηκε από τον Θεό. Αλλά ο Πλάτωνας λέει επίσης κάτι καλύτερο: αφού το πρότυπο κρεβάτι υπάρχει μέσα στο νου του μαραγκού, άρα είναι μια ιδέα και μάλιστα τόσο σημαντική και αξιοπρόσεχτη, ώστε μόνο χάρη σε θεϊκή επέμβαση μπορεί να μπήκε στον ανθρώπινο νου. Από έναν τέτοιο συλλογισμό προέκυψε αυτό που σήμερα ονομάζεται: «πλατωνική θεωρία των ιδεών».

Αλλά ενώ ξεκινήσαμε από τον καλλιτέχνη, μήπως παρεκτραπήκαμε καταλήγοντας σε μια θεωρία που δεν έχει καμιά σχέση με την Αισθητική Αγωγή; Κάθε άλλο! Η προσπάθεια του Πλάτωνα είναι να δείξει (σ’ αυτό το χωρίο όπως και σε πολλά άλλα χωρία των διαλόγων του) ότι δεν είναι δυνατό να συλληφθούν τα αισθητά όντα, δεν είναι δυνατό να εξηγηθούν ούτε τα χρηστικά πράγματα που έφτιαξαν οι άνθρωποι ούτε τα καλλιτεχνικά πράγματα που έφτιαξαν οι καλλιτέχνες, αν δεν ληφθούν υπόψη εκείνα τα θεϊκά πρότυπα που είναι οι ιδέες. Όσους ζωγραφικούς πίνακες και αν ζωγραφίσουμε ή λάβουμε υπόψη μας, τα καλλιτεχνήματα αυτά παραμένουν κατά τον Πλάτωνα ανεξήγητα, αν δεν αναχθούμε στα νοητά τους πρότυπα.

Είναι δυνατό να τεκμηριωθεί κάτι τέτοιο; Προς τούτο χρειάζεται να λάβουμε υπόψη μια λέξη από το ανωτέρω πλατωνικό κείμενο, που μπορεί να θεωρηθεί λέξη-κλειδί: είναι η λέξη «είδος». Ο Πλάτωνας ξεκινά καταγράφοντας τρία «είδη» κρεβατιών, ενώ κύριος στόχος του είναι να μας αναγάγει σ’ εκείνο το ένα και μοναδικό είδος που είναι η ιδέα του κρεβατιού. Ας μην ξεχνάμε ότι μιλώντας για τις ιδέες ο Πλάτωνας χρησιμοποιεί την αρχαιοελληνική λέξη «εἶδος». Αυτή η λέξη είναι σημαντική, επειδή συνδέεται με το ιδείν, που είναι μια εξαιρετική ανθρώπινη ικανότητα. Το ρήμα «ιδείν» εξηγεί τις δραστηριότητες τόσο του μαραγκού όσο και του ζωγράφου, επειδή και οι δύο καθίστανται δημιουργοί κρεβατιών, μόνο κατά το μέτρο που είδαν ένα πρότυπο. Είναι αυτονόητο ότι εάν κάποιος από αυτούς έλαβε υπόψη του το ίδιο το θεϊκό πρότυπο, έγινε ικανός να δημιουργήσει ένα κρεβάτι ανώτερου «είδους».

Ένα παρόμοιο παιχνίδι παίζει ο Πλάτωνας στο ανωτέρω χωρίο και με τις λέξεις «δημιουργός και ποιητής», όταν παρατηρεί ότι αυτές οι λέξεις, τις οποίες προσάπτουμε συνήθως στους καλλιτέχνες, δεν τους ταιριάζουν κατά κανένα τρόπο. Αληθινός δημιουργός και ποιητής είναι μόνο ο Θεός· κάθε τεχνίτης ή καλλιτέχνης που έχει δει, κατορθώνει στην καλύτερη περίπτωση ν’ απομιμείται το θεϊκό επίτευγμα. Ακόμα, λοιπόν, και στην περίπτωση μιας επιτυχημένης απομίμησης, σ’ αυτόν που συγγράφει το ανώτατο ποιητικό είδος εκείνης της εποχής, την αθηναϊκή τραγωδία, δεν ταιριάζει ο τίτλος «ποιητής», διότι ο θεατρικός συγγραφέας απλώς αναπαράγει. Ένα τέτοιο φιλοσοφικό βέλος κατά των ποιητών δεν έριξε ο Πλάτωνας ούτε για πρώτη ούτε για μοναδική φορά. Σε ένα πρωτύτερο χωρίο της Πολιτείας του και μετά από εκτενέστατες κριτικές παρατηρήσεις πάνω σε κείμενα του Ομήρου, του Ησιόδου και των τραγικών ποιητών οδηγείται, ως γνωστό, στο συμπέρασμα ότι οι ποιητές οφείλουν να εξορισθούν από μια ευνομούμενη πολιτεία (398a).

Εδώ μπορεί να τεθεί το ερώτημα: Τι είναι ο καλλιτέχνης σε σχέση προς το καλλιτέχνημα; Χωρίς πολλή σκέψη μπορούμε να απαντήσουμε ότι ο καλλιτέχνης είναι μια αιτία του καλλιτεχνήματος νοούμενου ως αποτελέσματος. Για να μπορέσει να κρίνει το καλλιτέχνημα, ο Πλάτωνας χρειάστηκε να αναχθεί σε μια βασική αιτία τους που είναι ο καλλιτέχνης. Αυτή την αιτία ονόμασαν οι αρχαίοι φιλόσοφοι «ποιητικό αίτιο», επειδή είναι αυτό που δημιουργεί και παράγει (αρχαιοελληνικά: «ποιεῖ»). Χάρη στην κριτική που ασκεί εδώ ο Αθηναίος φιλόσοφος κατεδαφίζεται ένα σημαντικό τμήμα της αιτιολογικής εξήγησης της τέχνης, διότι φανερώνεται ότι τα υποτιθέμενα ποιητικά αίτια (που είναι κατά γενική παραδοχή οι καλλιτέχνες) στην πραγματικότητα δεν ποιούν αλλά απομιμούνται τα δημιουργήματα άλλων! Βάσει μιας τέτοιας ανακάλυψης θα χαρακτηρίζαμε σήμερα όλους τους καλλιτέχνες απατεώνες, διότι εξακολουθούμε να τηρούμε μια αρκετά υποτιμητική στάση απέναντι σε αυτούς που αντιγράφουν τα δημιουργήματα των άλλων.

Αλλά στο ανωτέρω χωρίο ο Πλάτωνας δεν αρκείται σ’ αυτή τη ριζοσπαστική απαξίωση των καλλιτεχνών. Εξετάζει κι ένα δεύτερο αίτιο των καλλιτεχνημάτων, αυτό που οι αρχαίοι φιλόσοφοι ονόμασαν «τελικό αίτιο», εκμεταλλευόμενοι τη λέξη «τέλος» που είχε τη σημασία: σκοπός. Με ξεκάθαρο τρόπο τίθεται στο πλατωνικό κείμενο το ερώτημα: «Ποιος είναι ο σκοπός της ζωγραφικής;» (στο πρωτότυπο: «Πρὸς πότερον ἡ γραφικὴ πεποίηται περὶ ἕκαστον;»). Η απάντηση που δίνεται αμέσως παρακάτω παίρνει την εξής διατύπωση: Ο σκοπός της ζωγραφικής είναι να μιμείται όχι τα όντα έτσι όπως είναι, αλλά τα φαινόμενα έτσι όπως φαίνονται. Ο σκοπός της τέχνης γενικά είναι να μιμείται όχι μιαν αλήθεια αλλά ένα φάντασμα.

Από αυτές τις απαντήσεις μπορεί κανείς να βγάλει το εξής συμπέρασμα: ο Πλάτωνας ήταν ένας φανατικός αντίπαλος της τέχνης, που με όσα έγραψε γι’ αυτήν μέσα στην Πολιτεία του επιχειρεί όχι απλά να την υποτιμήσει, αλλά μάλλον να την εξουθενώσει. Εάν επιχειρούσε κάτι τέτοιο ένας σημερινός στοχαστής, η προσπάθειά του θα αντιμετωπιζόταν με περιφρόνηση και γελοιοποίηση. Πώς μπορεί να ισχύσει ως αξιόλογη μια καταμέτωπη επίθεση στην ίδια την τέχνη; Δεν είναι ήδη αρκετή αναίρεση το γεγονός ότι η τέχνη μετά από 25 αιώνες εξακολουθεί να καλλιεργείται εντατικά, να χαίρει υψηλής εκτίμησης και κάθε σχετική λογοκρισία να θεωρείται ανεπίτρεπτη;

Εδώ χρειάζεται να αντιμετωπισθεί το πλατωνικό κείμενο όχι με φανατισμό και αντιπαλότητα, αλλά μέσω του ενδεχόμενου ερωτήματος: Μήπως ο Πλάτωνας συνέλαβε κάτι από την ουσία της τέχνης; Και μήπως αυτή η ουσία διαφεύγει από τον σημερινό άνθρωπο, όσο αισθητικά καλλιεργημένος και αν είναι;

Ο Πλάτωνας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι μέσω της αιτιολογικής του εξήγησης έχει συλλάβει κατ’ ουσίαν το ζητούμενο. Το ποιητικό αίτιο της τέχνης (δηλ. ο καλλιτέχνης) είναι ένας αντιγραφέας και το τελικό αίτιο (δηλ. ο σκοπός) της τέχνης έγκειται στο να μιμείται όχι κάτι αληθινό αλλά φαντάσματα. Αυτή η εξήγηση τεκμηριώνεται πολύπλευρα. Εδώ και πολλούς αιώνες οι ζωγράφοι αντλούν από το περιβάλλον τους κάποια «μοτίβα» και τα αναπαριστάνουν με περισσότερη ή λιγότερη πιστότητα. Τα πλαίσια, μέσα στα οποία οι ζωγράφοι κινούνται, είναι σχεδόν πάντα παραδοσιακά: είναι κάποιες εικόνες του κόσμου μας, κάποια χρώματα και γραμμές των πραγμάτων και των προσώπων. Και σημαντικό κριτήριο, με το οποίο κρίνουμε την επιτυχία των έργων τους, είναι η πιστή απόδοση κάποιας πρωτότυπης εικόνας, μορφής ή ιδέας. Αυτά μπορούν να τεκμηριωθούν σε οποιαδήποτε γκαλερί και σε οποιοδήποτε μουσείο του πλανήτη μας, σε κάθε καλλιτεχνικό ρεπορτάζ ή ιστορική-καλλιτεχνική εκτίμηση.

Τι επιτυγχάνει η πλατωνική θεώρηση της τέχνης; Επιτυγχάνει μια τόσο σημαντική διεύρυνση του βλέμματος, ώστε αντικρύζει τους καλλιτέχνες κάτω από την προοπτική και άλλων δημιουργών, οι οποίοι μάλιστα αναδεικνύονται ανώτεροι: σε σύγκριση προς τον θεϊκό δημιουργό και τον τεχνίτη ο ζωγράφος απλώς αναπαράγει. Και επειδή λαμβάνεται υπόψη η θεϊκή και η τεχνική δημιουργία, ο σκοπός του ζωγράφου αναδεικνύεται αρκετά ταπεινός, διότι δεν στοχεύει στο να φτιάξει κάτι καινούριο και αυθύπαρκτο, αλλά μια πολλαπλά ψευδόμενη απομίμηση, της οποίας η αξία εξαρτάται από το πρωτότυπο.

Ποιο είναι το κριτήριο που παρέχει ο Πλάτωνας, για να κρίνεται εφεξής κάθε καλλιτεχνικό δημιούργημα; Αυτό το κριτήριο είναι υψηλότατο και διατηρεί έως σήμερα την επικαιρότητά του: πρόκειται για την αλήθεια. Βάσει τούτης ιεραρχούνται αφενός τα όντα (τα φυσικά, τα τεχνητά, τα καλλιτεχνικά), αφετέρου οι αντίστοιχοι δημιουργοί τους (ο Θεός, οι τεχνίτες, οι καλλιτέχνες) και οι σκοποί της δημιουργίας τους. Αλλά ποιο νόημα έχει εδώ η αλήθεια και πώς μπορεί να προσδιοριστεί; Απάντηση: Η αλήθεια νοείται ως υπεροχή του πρωτότυπου σε αντιπαράθεση προς κάθε μειονεκτική πραγματικότητα που ιδιάζει στο αντίγραφο. Διατυπωμένη με μια αρχαία έκφραση, ως κατεξοχήν αλήθεια νοείται το κατά-τον-τρόπο-του-όντος ον (αρχαιοελληνικά: το ὄντως ὄν). Από τη διαπίστωση ότι όσα υπάρχουν δεν ανταποκρίνονται στον πιο υψηλό βαθμό αλήθειας, προκύπτει η ταξινόμησή τους σε όσα πράγματι είναι και σε όσα απλώς φαίνονται («φαντάσματα»). Κι επειδή τα καλλιτεχνήματα δεν πληρούν την απαίτηση ούτε της πρωτοτυπίας ούτε της φανέρωσης κάποιου όντος «όπως πράγματι είναι», ταξινομούνται σε αρκετή απόσταση από την αλήθεια εκλαμβανόμενα ως αναπαραστάσεις φαντασμάτων.

Υπήρξε άραγε αυτή η κατεδαφιστική αξιολόγηση των καλλιτεχνημάτων τόσο αποτελεσματική, ώστε να μην τολμήσει εφεξής κανένας φιλόσοφος να ασχοληθεί μαζί τους;  Κάθε άλλο, μάλιστα! Η πλατωνική εμβάθυνση ήταν τόσο προκλητική, ώστε ο σπουδαιότερος μαθητής του Πλάτωνα, Αριστοτέλης ο Σταγιρίτης, έκανε μια τεράστια προσπάθεια επανεκτίμησης κι επανόρθωσης της τέχνης, σε βαθμό μάλιστα ώστε να θεμελιώσει δυο καινούριες σχετικές επιστήμες, την Ποιητική και τη Ρητορική, συγγράφοντας δυο ομότιτλα βιβλία. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι με την αριστοτελική αποκατάσταση των καλλιτεχνικών φαινομένων δρομολογήθηκε μια τόσο σημαντική ανάδειξή τους σε πρωτεύοντα φαινόμενα της ανθρώπινης δημιουργικότητας, ώστε η πλατωνική αποτίμηση απέμεινε στα μετόπισθεν ως ένα παραδοξολόγημα που ακόμα και σήμερα εκπλήσσει και σκανδαλίζει.

 

* (Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Φιλοσοφία και Παιδεία", τεύχος 41 [2007], σελ. 16-18)

 

Επιστροφή στα Άρθρα - Επιστημονικές Ανακοινώσεις


 


Από τον πίνακα του Ραφαήλ

"Η Σχολή των Αθηνών":

ο Πλάτωνας

O Πλάτωνας όπως τον φαντάστηκε ο γνωστός ζωγράφος της Αναγέννησης Ραφαήλ