Ο Γυπογέρακας του J. F. A. Oliver

2023-05-14 20:15

Γιάννη Τζαβάρα

"Ο Γυπογέρακας του José F. A. Oliver". Φρέαρ 9, Μάιος 2023.

 

Το άρθρο μεταφράζει και αναλύει το ποίημα "Γυπογέρακας" (schwarzmilan) του Γερμανού ποιητή και συγγραφέα J. F. A. Oliver.

Το πλήρες κείμενο του άρθρου έχει ως εξής:

Ο Γυπογέρακας του José F. A. Oliver

Το 2020 δημοσιεύτηκε το ποίημα του Γερμανού συγγραφέα και ποιητή José F. A. Oliver: Γυπογέρακας (schwarzmilan). Το ποίημα είναι (μεταξύ άλλων) ενδιαφέρον, επειδή αντλεί και αναπλάθει ολόκληρες εκφράσεις από το ποίημα Ο Αετός του Γερμανού ποιητή Friedrich Hölderlin (1770-1843)[i]. Το θέμα του Γυπογέρακα αφορά πάντως τη σύγχρονη εποχή και θίγει τα επίκαιρα προβλήματα της εργασιακής μετανάστευσης και της προσφυγιάς.

Το ποίημα είναι έως ένα βαθμό βιογραφικό και αφορά συγκεκριμένα τον πατέρα του ποιητή, τον Francisco Agüera González, ο οποίος γεννήθηκε στην ισπανική πόλη Μάλαγα της Ανδαλουσίας, αλλά εξαναγκασμένος από τις καταπιεστικές πολιτικές συνθήκες μετανάστευσε το 1960 στην πόλη Hausach του Μέλανα Δρυμού της Γερμανίας, όπου έζησε ως φιλοξενούμενος εργάτης (Gastarbeiter) δουλεύοντας σε ένα εργοστάσιο μεταλλουργίας και συντελώντας έτσι στο μεταπολεμικό «θαύμα» της γερμανικής αναγέννησης μετά τις καταστροφικές συνέπειες του Β΄ παγκόσμιου πολέμου. Ο ισπανικός εμφύλιος πόλεμος (1936-1939) κατέληξε –όπως είναι γνωστό– στη νίκη του στρατηγού Φρανσίσκο Φράνκο χάρη στη σθεναρή υποστήριξη της χιτλερικής Γερμανίας και της φασιστικής Ιταλίας. Ο Φράνκο κυβέρνησε την Ισπανία από το 1939 έως το 1975 με κύρια χαρακτηριστικά τον αυταρχισμό, τον εθνικισμό, τον καθολικισμό και τον αντικομμουνισμό.

Ο γιος τού F. A. González, ο συγγραφέας και ποιητής José F. A. Oliver, γεννήθηκε το 1961 στο Hausach της Γερμανίας, ανατράφηκε δίγλωσσα (ισπανικά και γερμανικά), και σπούδασε ρομανική φιλολογία, γερμανική φιλολογία και φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο του Freiburg. H συγγραφική του δραστηριότητα εκτείνεται στη λυρική ποίηση, την πεζογραφία και την καλλιτεχνική-πολιτική δοκιμιογραφία. Κατά καιρούς έχει διδάξει ως φιλοξενούμενος καθηγητής στο αμερικανικό Πανεπιστήμιο Μ.Ι.Τ. και στο Πολυτεχνείο της Δρέσδης. Έχει δημοσιεύσει περισσότερα από είκοσι βιβλία κι έχει μεταφράσει ποιήματα του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα στα γερμανικά και γερμανικά ποιήματα στα ισπανικά. Το έργο του έχει αναγνωριστεί πολύπλευρα κι έχει βραβευτεί επανειλημμένα. Τα ποιήματά του διακρίνονται για έναν κριτικό, ειρωνικό και υπαινικτικό χαρακτήρα. Είναι πλημμυρισμένα από λεκτικά παιχνίδια, σχετικά με τα οποία υποστηρίζει ότι δεν επιδίδεται σε γλωσσικά παιχνίδια, αλλά μέσω αυτών δημιουργεί παιχνιδιάρες γλώσσες (Sprachspiele – Spielsprachen).

Το ποίημα Γυπογέρακας δημοσιεύτηκε στο ποιητικό βιβλίο: Περί της παραμονής και της οδοιπορίας – Χαίλντερλιν, ένας πολύτιμος φίλος. 20 ποιήματα κι ένα απελπισμένο τραγούδι[ii], που περιγράφεται ως αντιστασιακή ποίηση και ως «λυρικός διάλογος δύο φίλων ποιητών, οι οποίοι βρήκαν από κοινού στον Χαίλντερλιν έναν συνένοχο».

Ας δούμε το ποίημα:

 

                        Γυπογέρακας

     Ο πατέρας μου δεν πορεύτηκε ψηλά, πάνω στο Γκόταρντ,

     και όμως

     στρέβλωσε τα εργατικά του χέρια

     κάτω από ξένο χιόνι. Είπε:

5   «-Κάνει ψύχρα, τα ψέματα είναι ψυχρότερα», και χρόνια αργότερα

     έχασε και τη γλώσσα

     στον φτιαχτό πάγο της μετανάστευσης·

 

     βλέποντας ο ένας τον άλλο (όχι-όχι-τον-Άλλο)

     αυτός και τα χέρια του και το βουβό-στιλβωμένο ερώτημα:

 

10 «-Εμείς προς τα πού θα μένουμε;». Έπειτα

 

ήρθε ο θάνατος κι εκει:δά

        θα τον βρεις. Ενθάδε[iii]

 

Θα μπορούσε να υποτεθεί ότι ο Oliver επιχείρησε να φτιάξει μια παρωδία του χαιλντερλίνειου Αετού, δηλαδή μια σατιρική ή κριτική απομίμηση των διατυπώσεών του, φέρνοντας τον υψιπέτη αετό πιο κοντά στα ανθρώπινα μέτρα και περιπαίζοντας κάθε μεταφυσική-ιδεαλιστική προκατάληψη. Έτσι ιδωμένος, ο αετός υποβιβάζεται σε γυπογέρακα που «δεν πορεύτηκε ψηλά» πάνω σε θεϊκά υψώματα, αλλά έκανε μια αρκετά μέτρια μεταναστευτική πορεία από την Ισπανία στη Νοτιοδυτική Γερμανία. Ο «γυπογέρακας» σίγουρα δεν είναι ένα βασιλικό πτηνό σαν τον αετό, αλλά μια ποιητική παρομοίωση ενός μάλλον δύσμοιρου ανθρώπινου ατόμου. Πρόκειται λοιπόν πράγματι για μια παρωδία, ή μήπως μάλλον για μια θρηνωδία;

Και γιατί ειδικά γυπογέρακας; Σ’ αυτή τη λέξη κρύβονται τουλάχιστον δύο υπονοούμενα: α) Η επιστημονική ονομασία αυτού του πτηνού είναι milvus migrans, που δηλώνει ότι πρόκειται για ένα μεταναστευτικό πτηνό, όπως λέει η μετοχή migrans (από το λατινικό ρήμα emigrare) που έχει πολιτογραφηθεί και στα νεοελληνικά ως «εμιγκρές», για να δηλώνει εκείνο τον αυτοεξόριστο μετανάστη, ο οποίος «αυτοβούλως εκπατρίζεται καταφεύγοντας σε ξένη χώρα λόγω των διωγμών που υφίσταται στη χώρα του ή λόγω των πολιτικών συνθηκών που επικρατούν εκεί»[iv]. Πράγματι, ο γυπογέρακας είναι ένα πτηνό διεσπαρμένο σε πολλές ηπείρους, που συνηθίζει να μετοικεί και να προσαρμόζει τη διατροφή του σε μια πληθώρα μικρών ζώων, τα οποία ο ίδιος λαφυραγωγεί (milvus = αρπακτικός). β) Επιπλέον όμως η γερμανική ονομασία-του (Schwarzmilan) τον χαρακτηρίζει ως μαύρο (schwarz), όπως χαρακτηρίζουμε τα πρόσωπα αφρικανικής προέλευσης, τα βαρυφορτωμένα με μια ιστορία καταναγκαστικής μετανάστευσης και δουλείας, που δεν διακρίνονται μόνο από το χρώμα της επιδερμίδας αλλά και από την ταλαιπωρία που έχουν υποστεί[v].

Ο συγκεκριμένος «γυπογέρακας» δεν ξεκίνησε το μεταναστευτικό του ταξίδι από ένα θεϊκό βουνό, δεν είχε αγγελιοφόρο αποστολή, γι’ αυτό είναι μάλλον ασύμβατος με τον χαιλντερλίνειο αετό που ξεκίνησε ως υψιπέτης και παρέμεινε άθικτος από το παγωμένο χιόνι αυτής ή κάποιας χαμηλότερης βουνοκορφής. Ο πατέρας τού Oliver βούτηξε τα εργατικά του χέρια μέσα στα χιονισμένα εδάφη τόσο βίαια, ώστε τα «στρέβλωσε». Το ρήμα verlog (στ. 3: «στρέβλωσε») είναι πολυσήμαντο και παρέχει έναν πλούτο ερμηνευτικών δυνατοτήτων. Α) Ως μέσο ρήμα, sich verlegen, σημαίνει: προσανατολίζω τη δραστηριότητά μου προς έναν ορισμένο σκοπό. Β) Ως ενεργητικό ρήμα σημαίνει: τοποθετώ κάτι σε έναν διαφορετικό τόπο, από αυτόν που κατείχε έως τώρα. Εδώ υπονοείται μάλιστα ότι λόγω της διαφορετικής τοποθέτησης δυσκολεύομαι ή αδυνατώ να το ξαναβρώ. Γ) Σε σκόπιμο λεκτικό και ακουστικό συσχετισμό με το ρήμα verlor (στ. 6: «έχασε»), όπως το χρησιμοποιεί ο ποιητής, παίρνει το νόημα μιας στρεβλής χρήσης, εξαιτίας της οποίας και το ίδιο το μετατοπισμένο στρεβλώνεται. Και ποια είναι η αιτία της στρέβλωσης; Αυτή εξηγείται στον στ. 5 ως «τα ψέματα», με την ετυμολογικά και νοηματικά συγγενική λέξη Lügen: αυτά που παραποιούν και διαστρεβλώνουν[vi].

Μα για ποια ψέματα πρόκειται; Ποιος και κατά τί ψευδολόγησε; Από την ετυμολογία και τη λεκτική συσχέτιση προκύπτουν έννοιες: Τα ψέματα δεν είναι μόνο κάποιες λεκτικές προτάσεις, που διαστρέφουν κάποια νοήματα παραποιώντας τα, διότι έχουν ακόμα και την ικανότητα να στρεβλώνουν ανθρώπινα μέλη, όπως είναι τα «εργατικά χέρια». Αυτό επιτυγχάνεται, όταν κάποιος ψεύδεται στον ίδιο του τον εαυτό – αυτόν εννοεί η μικρή λέξη sich (στ. 3), που δεν αναφέρεται μόνο στα «δικά του» χέρια αλλά και στον πιο ενδόμυχο εαυτό του, τον οποίο ο ίδιος και οι άλλοι συρρίκνωσαν σε δυο εργατικά χέρια. Τα υπόλοιπα από τον εαυτό του θεωρήθηκαν άχρηστα και πετάχτηκαν στα σκουπίδια σαν δυο κομμένα φτερά ενός πρώην ιπτάμενου πτηνού.

Τα ψέματα συγκρίνονται με το χιόνι και αναδεικνύονται «ψυχρότερα» (στ. 5). Το χιόνι που ενίοτε σκεπάζει τη γερμανική πόλη Hausach, όπου μετανάστευσε ο γυπογέρακας, δεν είναι ψυχρό επειδή αυτή η πόλη βρίσκεται βορειότερα της πατρικής Ανδαλουσίας. Το χιόνι είναι ψυχρό, επειδή είναι «ξένο» (στ. 4), δηλαδή χαρακτηρίζει την ξενιτειά ως ξενιτειά. Ακόμα και αν ο μαύρος γυπογέρακας επιχείρησε να παρηγορηθεί με το ότι ο γερμανικός Μέλας Δρυμός (ας προσεχτεί ότι και αυτός είναι «μαύρος», όπως λέει η γερμανική λέξη Schwarzwald = Μαύρος Δρυμός) είναι κλιματικά ένας μάλλον ήπιος τόπος, η ψύχρα παραμένει αυτούσια περιβαλλοντικά και ψυχολογικά, επειδή η ξενιτειά είναι αφ’ εαυτής ψυχρή, και ούτε οι κλιματικές συνθήκες ούτε οι επίπλαστες παρηγοριές είναι ικανές να την καταστήσουν θερμότερη.

Αν κάνουμε τώρα μια σύγκριση ανάμεσα στον αετό και τον γυπογέρακα, θα διαπιστώσουμε βασικές διαφορές αλλά και αξιοσημείωτες ομοιότητες. Σίγουρα είναι και οι δύο μετανάστες. Ο αετός ξεκίνησε κατά τον Χαίλντερλιν από το θεϊκό Γκόταρντ[vii], αλλά ακόμα και όταν πέταξε προς τα ελληνικά βουνά («προς τον Όλυμπο και τον Αίμο») δεν αναμείχθηκε με τα χιόνια τους· πέταξε πάνω από τα χιόνια και πάνω από τη θάλασσα (Ο Αετός, στ. 5 και 14). Ο αετός επόπτευε το τι συνέβαινε πάνω στα βουνά και τι διεξαγόταν κάτω, στα ποταμίσια και στα κατακλυσμιαία νερά, χωρίς να εμπλακεί στα χιόνια ή στο μυστήριο των υδάτων· έτσι παρέμεινε αλώβητος, μετέφερε το θεϊκό μήνυμα και κατέστη εξάγγελος και συμβουλάτορας των ανθρώπων. Αντίθετα ο γυπογέρακας δεν βίωσε το θεϊκό ύψος των αρχαίων ή των σύγχρονων βουνών και δεν παρέμεινε υπεράνω του ψύχους. Αντί να υπερίπταται και να μεταφέρει θεϊκά μηνύματα, βούτηξε μέσα στα χιόνια, στρέβλωσε τα εργατικά του χέρια, και η σχεδόν επιθανάτια κραυγή που έβγαλε, αφορούσε την αφόρητη ψύχρα της ξενιτιάς και του ψεύδους της. Μπόρεσε έτσι να καταγγείλει την ψύχρα αλλά όχι να αναγγείλει μια ενδεχόμενη διέξοδο από αυτήν.

Η σημαντικότερη ομοιότητα μεταξύ αετού και γυπογέρακα είναι αναμφίβολα η μετανάστευση. Σφραγισμένα και τα δύο πτηνά από την ψύχρα και την επικάλυψη όσων επιφέρει το χιόνι, αναζήτησαν μια νέα πατρίδα. Και όπως ο ομηρικός Οδυσσέας κατά το ταξίδι της επιστροφής στην πατρίδα αντιμετώπισε θαλάσσιες, επίγειες κι επουράνιες αντιξοότητες, τερατώδεις και δελεαστικές δυνάμεις που απείλησαν το κορμί και την ψυχή του, έτσι και τα δύο μεταναστευτικά πτηνά αντιμετώπισαν μια σειρά από αντίξοες συνθήκες και υπέστησαν συνεχείς απώλειες. Ο αετός έκανε μια αδιέξοδη περιπλάνηση πάνω από τα μυθικά βουνά και στάθηκε απορημένος μπροστά στον κατακλυσμό, ο γυπογέρακας στρέβλωσε τα εργατικά του χέρια κι έχασε τη γλώσσα. Η πορεία προς μια νέα πατρίδα συνοδεύεται από αλλεπάλληλες πληγές και φθορές.

Τι είναι η μετανάστευση; Θέτοντας αυτό το ερώτημα φτάνουμε στο επίκεντρο του ποιήματος Γυπογέρακας, που αναφέρει τη μετανάστευση ακριβώς στο κέντρο του, στον στ. 7. Έτσι, μπορούμε να υποψιαζόμαστε ότι το θέμα του ποιήματος δεν είναι ένα μεταναστευτικό πτηνό ή το συγκεκριμένο ανθρώπινο παράδειγμα (ο πατέρας του ποιητή), αλλά η έννοια και η προβληματική της μετανάστευσης.

Η αναφορά στον γυπογέρακα είναι βοηθητική, επειδή τα μεταναστευτικά πτηνά τα ονομάζουμε και «αποδημητικά», που σημαίνει ότι απομακρύνονται από την πατρίδα τους, για να μεταβούν και να ενδημήσουν σε έναν άλλο τόπο, ο οποίος ενδέχεται να αποβεί μια δεύτερη πατρίδα. Μετανάστευση είναι λοιπόν η φυγή από το οικείο και πατρικό(-μητρικό) έδαφος, η αναζήτηση ενός άλλου εδάφους που μπορεί ή δεν μπορεί να υποκαταστήσει το πατρικό.

Μετά από κάποια χρόνια ξενιτεμού ο πατέρας τού Oliver «έχασε και τη γλώσσα» (στ. 6). Αυτό είναι εν μέρει παράδοξο, γιατί θα περιμέναμε την απώλεια κάποιου σωματικού μέλους αντίστοιχου προς τα στρεβλωμένα εργατικά χέρια. Η γλώσσα (Sprache) δεν είναι το σαρκώδες όργανο που βρίσκεται μέσα στο στόμα, αλλά εκείνο το σύστημα συμβόλων, ήχων και κινήσεων που συγκροτεί τη δυνατότητα επικοινωνίας. Σίγουρα υπάρχει εδώ κάποιο λεκτικό παιχνίδι, γιατί ο ποιητής εννοεί σε ένα πρώτο επίπεδο ότι ο πατέρας του ξέχασε τη μητρική του γλώσσα, την ισπανική, αφού έζησε επί πολλά χρόνια σε γερμανόγλωσσο περιβάλλον, στη συνέχεια όμως κάνει λόγο για πλήρη βουβαμάρα (στ. 9). Μέσα από το λεκτικό-μη-λεκτικό παιχνίδισμα διαφαίνεται κάτι σημαντικό:

Η αιτία της γλωσσικής απώλειας αποδίδεται στον «πάγο της μετανάστευσης» (στ. 7). Έτσι, φαίνεται να επαναλαμβάνεται η ίδια αιτία που οδήγησε στη στρέβλωση των χεριών: το «ξένο χιόνι» (στ. 4). Αλλά τώρα πρόκειται για κάτι ακόμα πιο ανυπόφορο, αφού το χιόνι μεταβλήθηκε σε πάγο! Η ξενιτειά δεν είναι μόνο το δύσχρηστο χιόνι ως αντίξοες και ανοίκειες συνθήκες, όπου βουτά κανείς χεροπόδαρα για να επιβιώσει, αλλά είναι και η ψυχική παγωνιά που εγκαθιδρύεται μόνιμα στα ανθρώπινα σωθικά και τους στερεί τη δυνατότητα έκφρασης. Χάνοντας τη γλώσσα ο ξένος εργάτης δεν συνεχίζει απλώς να πονάει για τον ξεριζωμό, αλλά δεν μπορεί καν να εκφράσει τον πόνο του. Χάνει την ίδια την ικανότητα να επικοινωνήσει και να μεταδώσει αυτό που αισθάνεται.

Ο πάγος της μετανάστευσης είναι «φτιαχτός» (στ. 7). Αυτός ο χαρακτηρισμός θέλει σε πρώτο επίπεδο να μας προφυλάξει από την παρεξήγηση, ότι πρόκειται για ένα φυσικό αποτέλεσμα που προήλθε από την τήξη και την παγίωση εκείνου του «ξένου» χιονιού. Όχι, λέγεται τώρα, δεν υπάρχει τίποτα φυσικό στη μετανάστευση: αυτή είναι κάτι εντελώς αφύσικο, ένα τεχνητό έκτρωμα που προέκυψε με ανθρώπινη πρωτοβουλία και με ανθρώπινη ευθύνη. Αλλά σε δεύτερο επίπεδο υποδηλώνεται ότι αυτοί που «έφτιαξαν» από παλιά έως τις μέρες μας τη μετανάστευση δεν είναι οι κακοί, που έτυχε να ταλαιπωρούν κάποιους άτυχους μετανάστες, αλλά είναι οι άνθρωποι ως άνθρωποι. Το κοινωνικό φαινόμενο της μετανάστευσης ενδέχεται να αναχθεί στην οντολογική υφή του ανθρώπου ως ανθρώπου, ο οποίος επί της γης δεν έχει «μένουσαν πόλιν», αλλά μεριμνά ισόβια («μέλλει») για ένα καλύτερο μέλλον[viii].

Σ’ αυτόν τον χώρο εμπίπτει το ερώτημα που έθεσε ο γυπογέρακας ρητά ή άρρητα: «-Εμείς προς τα πού θα μένουμε;» (στ. 10). Το ερώτημα απομιμείται ασφαλώς το αντίστοιχο ερώτημα του χαιλντερλίνειου Αετού: «-Εμείς πού θα μένουμε;». Αλλά κάνει και κάτι ακόμα: αντιφάσκει με τον εαυτό του, αφού ζητάει έναν τόπο παραμονής, ενώ συνάμα δεν ζητάει ένα Πού αλλά ένα Προς-τα-πού. Κάνει έτσι φανερό ότι απαραίτητη προϋπόθεση κάθε τόπου είναι η μετάβαση σ’ αυτόν. Ένας τόπος δεν υπάρχει κάπου στατικά, αλλά είναι αλληλένδετος με την ανθρώπινη κίνηση προς αυτόν. Όταν εντοπίζουμε μια τοποθεσία, π.χ. μια πεδιάδα ή μια πόλη, συχνά παραβλέπουμε ότι αυτή η τοποθεσία είναι προσιτή μετά από ένα (έστω και μόνο νοητικό) ταξίδι προς αυτήν ή μετά από μια διανοητική αφαίρεση (= απομάκρυνση) όσων βρίσκονται γύρω της. Το Πού και το Προς-τα-πού είναι συμπληρωματικά και όχι αλληλοαποκλειόμενα.

Αλλά το ερώτημα του γυπογέρακα αναζητά και κάτι βαθύτερο: Με την προϋπόθεση ότι ως άνθρωποι είμαστε μεταβατικοί και αποδημητικοί, πού μπορεί να ολοκληρωθεί η μεταναστευτική μας πορεία; Πού βρίσκεται εκείνη η τοποθεσία, με την οποία μπορεί να πάρει ένα ταιριαστό και αντάξιο τέλος η επίγεια διαδρομή; Το ερώτημα είναι ασφαλώς πανάρχαιο, έχει τεθεί και απαντηθεί εδώ και πολλούς αιώνες ποικιλότροπα και είναι –μεταξύ άλλων– αυτό που θεμελιώνει την αναγκαιότητα κάθε θρησκείας. Αναλυτικά διατυπωμένο: Προς τα πού οφείλουμε να προσανατολίσουμε τη ζωή μας, ώστε αυτή να βρει την ηρεμία που της πρέπει;

Πριν οδηγηθούμε στη δοσμένη απάντηση, ας δούμε τις συνθήκες, κάτω από τις οποίες τίθεται το ερώτημα. Αυτές εμφανίζονται σε δύο στίχους και δίνουν μια παράδοξη εικόνα: Δεν πρόκειται μόνο για έναν ερωτώντα, αλλά για μια αυτοανασκοπούμενη ερωτηματοθεσία, κατά την οποία τρεις αλληλοκοιτάζονται: όχι μόνο «αυτός» αλλά και τα στρεβλωμένα χέρια του και ως τρίτο το ερώτημα, που περιγράφεται αφενός βουβό αφετέρου «στιλβωμένο». Θα μπορούσε να προβληματιστεί κανείς, ποιος από τους τρεις είναι το υποκείμενο και ποιος το αντικείμενο: Είναι άραγε «αυτός» που ρωτάει ή μήπως αυτός ρωτιέται από το ερώτημα; Είναι άραγε «αυτός» που βλέπει τα χέρια του ή μήπως αυτός μόνο βλέπεται από τα βλέποντα χέρια; Είναι άραγε το ερώτημα αυτό που ρωτάει, ή μήπως αυτό αντανακλά μόνο σαν καλοστιλβωμένος καθρέφτης τον βλέποντα και συνάμα βλεπόμενο εαυτό;

Μια βασική εξήγηση προσφέρεται μέσα σε παρένθεση στον στ. 8, με ένα λογοπαίγνιο που πολλά κρύβει και ακόμα περισσότερα φανερώνει. Πρόκειται για δύο απανωτές αρνήσεις: neinein που έχουν συμπλεχθεί με το «άλλο»: ander. Εικάζω ότι δεν πρόκειται για ένα οποιοδήποτε άλλο, αλλά για Εκείνον που νοήθηκε από παλιά ως ο εντελώς Άλλος (ὅλως ἕτερος). Ο Θεός νοήθηκε ως Εκείνος που αφενός βλέπει κατεξοχήν, αφετέρου ουδέποτε βλέπεται – ως αόρατος και εν γένει μη αισθητός. Με τη διπλή άρνηση ο Θεός αποκλείεται εδώ και ως βλέπων και ως βλεπόμενος, και μέσα στη θεϊκή του ταυτότητα και μέσα στην ετερότητά του. Στο αυτοβλεπόμενο Εγώ του γυπογέρακα δεν έχει καμιά θέση ο Θεός. Αυτός που υπήρξε σύμφωνα με την εβραϊκή-χριστιανική θρησκευτική παράδοση ο κατεξοχήν Ων (= Παρών), έχει αποκλειστεί εδώ από κάθε είδος παρουσίας[ix].

Ποια είναι λοιπόν η απάντηση στο βουβό ερώτημα που έθεσε η αυτοκαθρεφτιζόμενη ερωτηματοθεσία; Διατυπώνεται σαν καταδικαστική απόφαση στον στ. 11: «θάνατος». Αυτό είναι ένα συνεπές αποτέλεσμα μετά τη βαθμιαία συρρίκνωση του γυπογέρακα: πρώτα αυτός απέμεινε με στρεβλωμένα χέρια, στη συνέχεια χωρίς γλώσσα, και τελικά με ένα αδιέξοδο ερώτημα, δίχως αντικαθρεφτιζόμενη συναλληλία και δίχως τον έσχατα Άλλο. Ένα απομεινάρι πτηνού με μια ερώτηση αφ’ εαυτής καταδικασμένη σε έλλειψη απάντησης, αφού έχει χαθεί κάθε επικοινωνιακό «προς τα πού», αφού δεν διαβλέπεται κανένα «πού», και ο γυπογέρακας μιλά με έναν πληθυντικό μεγαλοπρέπειας για ένα «εμείς» που δεν υπάρχει.

Σε τί συνίσταται ο θάνατος του γυπογέρακα; Ακόμα κι αυτός βρίθει από αμφισημίες. Η σύνθετη λέξη “danach” (στ. 10, μεταφράζω: «έπειτα») εμπεριέχει όχι μόνο χρονικό αλλά και συμπερασματικό νόημα: «σύμφωνα με όσα προηγήθηκαν». Ο θάνατος ήταν επακριβές αποτέλεσμα της μεταναστευτικής πορείας, η οποία παρέμεινε ισόβια χωρίς τελειωμό και χωρίς διαμονή, χωρίς χέρια και χωρίς γλώσσα. Ο θάνατος δεν «ήρθε» καν (όπως μεταφράζω, μάλλον ανεπαρκώς, στον στ. 11)· το πρωτότυπο λέει: ήταν, γερμανικά war. Εναλλακτική και κυριολεκτική μετάφραση: Σύμφωνα με όσα προηγήθηκαν, το επακόλουθο ήταν θάνατος.

Υπάρχει και κάτι ακόμα. Ο J. F. A. Oliver αντιμετωπίζει τη χαιλντερλίνεια πρόκληση στον στ. 38 του Αετού: «εκειδά θα το βρεις». Τι θα μπορούσε να βρει ο γυπογέρακας; Μήπως επιτέλους τον οριστικό τόπο διαμονής; Ούτε καν αυτόν! Το «εκειδά» (da) του Χαίλντερλιν μεταστρέφεται σε ένα ουτοπικό «εκει:δά» (d:ort), που σημαίνει και δεν σημαίνει έναν τόπο (γερμαν. Ort). Δεν δηλώνεται καν η δυνατότητα να βρει ο ίδιος ο γυπογέρακας αυτή την ουτοπία: εναπόκειται σε κάποιον από τους επιβιώσαντες να βρει τον τάφο του χωρίς ένα δακτυλοδεικτούμενο εκεί. Και όπως έχει γραφτεί σε επιτύμβιες επιγραφές: «Ενθάδε κείται…» – ο ποιητής λέει «Ενθάδε» (στ. 12) και τίποτα περισσότερο. Με δεδομένο ότι ο γυπογέρακας δεν πορεύτηκε ψηλά, πάνω στο Γκόταρντ, εξέλιπε κάθε Κάπου και κάθε Προς-κάπου.

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • de la Torre, María Eugenia: «“Ein Gastling im Fremdenzimmer”. Zum Werk von José F.A. Oliver’». Études Germaniques 2017/3 (no 287), p. 367-382.
  • Hölderlin, Friedrich: “Der Adler”. In: Fr. Hölderlin, Sämtliche Werke, Herausgegeben von Friedrich Beissner, Stuttgart 1951 (= StA), Bd. 1-2, S. 229-230 + 862-865.
  • Hölderlin, Friedrich: Selected Poems, translated by David Constantine. “Bloodaxe Books”, Newcastle upon Tyne 19962 (19901). (p. 79: “The Eagle”).
  • Hölderlin, Friedrich: Ποιήματα. Μεγάλη εκλογή σε τρία μέρη. Μετάφραση Δημήτρης Θ. Γκότσης. «Αρμός», Αθήνα 2002 (σελ. 175-176 και 244: «Ο Αετός»).
  • Hölderlin, Friedrich: Ποιήματα. Μετάφραση – Επίμετρο – Σημειώσεις Συμεών Σταμπουλού. «Στιγμή», Αθήνα 2013.
  • Hölderlin, Friedrich: Ποιήματα. Μετάφραση – Σχόλια – Σημειώσεις – Χρονολόγιο Θανάσης Λάμπρου. «Αρμός», Αθήνα 2020 (σελ. 332-335: «Der Adler – Ο αετός»).
  • Hölderlin, Friedrich: Δύο ποιήματα για τον Εμπεδοκλή. Εισαγωγή – Μετάφραση – Ερμηνευτικά Σχόλια Γιάννη Τζαβάρα. «Διανόηση», Αθήνα 2021.
  • Hölderlin, Friedrich: Η γένεση εντός της φθοράς ή αλλιώς: Η καταρρέουσα πατρίδα… Εισαγωγή – Μετάφραση – Ερμηνευτικά Σχόλια Γιάννη Τζαβάρα. «Διανόηση», Αθήνα 2022.
  • Oliver, José F. A. – Vogel, Mikael: Zum Bleiben wie zum Wandern – Hölderlin, theurer Freund. 20 Gedichte und ein verzweifeltes Lied. “Schiler & Mücke”, Tübingen 2020.
  • Sartorius, Joachim – Schülke, Claudia: “José F. A. Oliver: schwarzmilan”. Frankfurter Allgemeine Zeitung, 14.03.2021 (im Internet).
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος Δ.: Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας. «Κέντρο Λεξικολογίας», Αθήνα 1998.


[i]  Ο Αετός του Χαίλντερλιν είναι ένα ποίημα 39 στίχων, που γράφτηκε ανάμεσα στα έτη 1803 και 1806 αλλά δεν ολοκληρώθηκε. Παρέμεινε σε χειρόγραφη μορφή κι εκδόθηκε για πρώτη φορά στις αρχές του 20ού αιώνα. Έχει μεταφραστεί στα ελληνικά από τον Δημήτρη Θ. Γκότση (Hölderlin 2002, σελ. 175-176) και τον Θανάση Λάμπρου (Hölderlin 2020, σελ. 333-335). Παραπέμπω στην έκδοση StA, Band 1, S. 229-230 (vgl. Lesarten + Erläuterungen, StA, Band 2, S. 862-865).

Ο Χαίλντερλιν ξεκινά το ποίημά του με τα λόγια ενός αετού, ο οποίος αφηγείται το περιπετειώδες, υπερπόντιο ταξίδι του πατέρα του: «Ο πατέρας μου πορεύτηκε ψηλά, πάνω στο Γκόταρντ…»

[ii]  Oliver, José F. A. – Vogel, Mikael: Zum Bleiben wie zum Wandern – Hölderlin, theurer Freund. 20 Gedichte und ein verzweifeltes Lied. “Schiler & Mücke”, Berlin / Tübingen 2020, S. 46. Το ποίημα Γυπογέρακας επέλεξε και αναδημοσίευσε η γερμανική εφημερίδα Frankfurter Allgemeine Zeitung (FAZ) στις 14 Μαρτίου του 2021, στο λογοτεχνικό της παράρτημα και στη σχετική της ιστοσελίδα. Το «απελπισμένο τραγούδι», που αναφέρεται στον τίτλο του βιβλίου, είναι το ποίημα Τα μισά της ζωής (Hälfte des Lebens) του Χαίλντερλιν, που έχει μεταφραστεί στα ελληνικά από τον Σ. Σταμπουλού (Hölderlin 2013, σελ. 143) και τον Θ. Λάμπρου (Hölderlin 2020, σελ. 277).

[iii]  Η μετάφραση είναι του Γιάννη Τζαβάρα. Στο πρωτότυπο:

 

                       schwarzmilan

 

     mein vater ist gewandert, auf dem Gotthard,

     nicht & doch

     verlog er sich die arbeitshände

     unterm fremden schnee. Er sagte

5   es ist kalt die lügen kälter & jahre später

     verlor er auch die sprache

     ans gemachte eis der migration

 

     einander schauend (neineinander)

     er & seine hände & stummpoliert die frage

 

10  wohin bleiben wir? Danach

 

     war tod & d:ort

 

     wirst du ihn finden. Hier

Οι τυπωμένες με πλάγια γράμματα λέξεις έχουν αντληθεί αυτούσιες από τον Αετό του Χαίλντερλιν. Το ποίημα του Oliver εμφανίζεται σκόπιμα ημιτελές, όπως είναι και ο Αετός.

[iv]  Γ. Μπαμπινιώτης: Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (1998), λήμμα «εμιγκρές».

[v]  Άλλωστε δύσκολα θα μπορούσε κανείς να περιορίσει τον γυπογέρακα στο μαύρο χρώμα. Το τρίχωμά του εκτός από το σκούρο καφέ εμφανίζει και άλλους χρωματισμούς.

[vi]  Σύγκρινε και το επίθετο verlogen = ψευδής, ψευδολόγος.

[vii]  Η ονομασία του ορεινού όγκου “Gotthard” περιλαμβάνει τη γερμανική λέξη Gott (= Θεός). Οι ντόπιοι συνηθίζουν μάλιστα να του προσάπτουν το νόημα του ιερού και του άγιου: “Sankt Gotthard”. Το ότι ο αετός κατά τον Χαίλντερλιν «πορεύτηκε» πάνω σε έναν ιερό ορεινό όγκο, σημαίνει ασφαλώς ότι του δόθηκε η ευκαιρία για μια θεϊκή συναναστροφή. Αυτή στέκεται έκτοτε ως προϋπόθεση τόσο για την αγγελιοφόρο δραστηριότητα του αετού όσο και για την πορεία που αυτός μέλλει να διανύσει.

[viii]  Προς Εβραίους 13, 14: «Οὐ γὰρ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν». Αυτός που μέσα στον 20ό αιώνα συλλογίστηκε εις βάθος το οντολογικό φαινόμενο της «φτιαχτότητας» (Machenschaft) είναι ο Μ. Χάιντεγγερ, δες Γ. Τζαβάρα: Οι «Εισφορές στη Φιλοσοφία» του Heidegger. Μια προσπάθεια προσέγγισης. “bookstars”, Αθήνα 2013, σελ. 83-85.

[ix]  Σίγουρα είναι δυνατό, το μέσα σε παρένθεση λεκτικό κατασκεύασμα να ερμηνευτεί ως αναιρετικό εκείνης της συναλληλίας (nein-einander), η οποία υποστηρίζεται με τις αμέσως προηγούμενες λέξεις (einander schauend = «βλέποντας ο ένας τον άλλο»). Αλλά είναι καλό να ανιχνεύουμε θεϊκά ίχνη, ακόμα και στις διατυπώσεις όπου αυτά αποκλείονται.

 

 

 

—————

Πίσω