Το ποίημα του Παρμενίδη
Γιάννη Τζαβάρα: Το ποίημα του Παρμενίδη. Εκδόσεις "Δόμος", Αθήνα 1980.
ΔΕΙΓΜΑ ΓΡΑΦΗΣ:
Για να δείτε τα σχόλια του Γιάννη Τζαβάρα στο Προοίμιο του Παρμενίδη (σελ. 91-131 του βιβλίου), πατήστε εδώ.
Α) Σε ένα τετρασέλιδο διαφημιστικό φυλλάδιο που κυκλοφόρησε σχετικά με αυτό το βιβλίο (1980) έγραφε ο Γ. Τζαβάρας μεταξύ άλλων:
Το βιβλίο του Γιάννη Τζαβάρα «Το ποίημα του Παρμενίδη» είναι η πρώτη στη νεώτερη Ελλάδα ολοκληρωμένη παρουσίαση του Περί φύσεως ποιήματος του προσωκρατικού φιλόσοφου Παρμενίδη۰ το επικό αυτό ποίημα είναι έργο απαράμιλλης λογοτεχνικής και φιλοσοφικής αξίας, επίτευγμα γνήσιας αρχαϊκής έκφρασης και αρχέγονης φιλοσόφησης πάνω στη βάση της ομηρικής και ησιόδειας επικής παράδοσης.
Παρέχεται καταρχήν μια φιλολογικά εμπεριστατωμένη κριτική έκδοση όλων των διασωθέντων αποσπασμάτων μαζί με έμμετρη νεοελληνική τους μετάφραση. Το κριτικό υπόμνημα είναι πληρέστερο από όλα όσα έχουν παρουσιαστεί ως τώρα στη διεθνή βιβλιογραφία. Ένα συνοδευτικό «υπόμνημα παράλληλων χωρίων» παρέχει μια πληθώρα συγγενικών εκφράσεων κι εννοιών τόσο από προγενέστερα όσο και από μεταγενέστερα του Παρμενίδη ελληνικά και λατινικά κείμενα.
Αλλά η σημαντικότερη προσφορά αυτής της έκδοσης είναι και θέλει να είναι φιλοσοφική και όχι φιλολογική. Το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου καταλαμβάνουν τα Σχόλια του Γιάννη Τζαβάρα πάνω στο οντολογικό τμήμα του κειμένου: πρόκειται για μια εκτενή, λέξη προς λέξη νοηματική ανάλυση, που αποβλέπει στο να φωτίσει τις πιο λεπτές λεκτικές κι εννοιακές πτυχές του αρχαίου κειμένου, προτείνοντας μια βιωματική επαφή με τον αρχαϊκό προβληματισμό. Αυτό σημαίνει: δεν επιχειρείται να εξηγηθούν οι ιστορικές ή κοινωνικο-πολιτικές, οι ατομικές ή θρησκευτικές, οι ιδεαλιστικές ή ρεαλιστικές προϋποθέσεις κι επιδιώξεις του προσωκρατικού φιλόσοφου. Πολύ πιο άμεσα: επιχειρείται να καλυφθεί το χάσμα των δυόμιση χιλιετηρίδων που μας χωρίζει από τον στοχαστή Παρμενίδη, ώστε να κατανοηθεί σε βάθος η ως τις μέρες μας αμείωτη επικαιρότητα του καυτού προβλήματος που τον απασχολεί. Αυτό το πρόβλημα, που αφορά την έννοια του Όντος, είναι εκείνο που στάθηκε στο κέντρο όλης της μεταγενέστερης ευρωπαϊκής Φιλοσοφίας συγκροτώντας μια βαθύτατα προβληματική κι ωστόσο ξανά και ξανά αναβιούμενη επιστήμη: τη Μεταφυσική.
Β) Στο κυπριακό φιλοσοφικό περιοδικό «Ζήνων», τεύχος 2 (1981), σελ. 140, δημοσιεύτηκε η εξής βιβλιοπαρουσίαση:
Ο Γιάννης Τζαβάρας μετά την πολύχρονη ενασχόλησή του με το χώρο της υπαρξιακής Φιλοσοφίας στρέφεται στους αρχαϊκούς Φιλοσόφους και μας δίνει μιαν ολοκληρωμένη παρουσίαση του ποιήματος του Παρμενίδη Περί Φύσεως. Εκείνο που παρουσιάζει ιδιαίτερη σημασία δεν είναι η φιλολογική παρουσίαση του έργου, με την άρτια μετάφραση και τον πλήρη υπομνηματισμό, αλλά ο συστηματικός και σε βάθος φιλοσοφικός σχολιασμός του ποιήματος, που αποτελεί, πιστεύουμε, μια σημαντική συμβολή στη μελέτη της αρχαϊκής σκέψης. Ο φιλοσοφικός λόγος του Παρμενίδη, η αγωνία του για το Είναι μάς δίνονται με πολλή σαφήνεια και μας οδηγούν σε μιαν εκ νέου προσέγγιση του μεταφυσικού προβληματισμού.
Νίκος Ορφανίδης
Γ) Στο περιοδικό «Εποπτεία», τεύχος 81 (1983), σελ. 683-685, δημοσιεύτηκε η εξής βιβλιοκρισία του Κωνσταντίνου Β. Μπουζέα:
Στον Πρόλογο, ο Παρμενίδης εμφανίζεται ως ο πρώτος που έθεσε το πρόβλημα για το «είναι» (ορθότερα, με κεφαλαίο το αρχικό γράμμα: Είναι), εκφράζεται το δέος του Σωκράτη για το βάθος της σκέψης του Παρμενίδη: «δεινός τ’ αιδοίος τε», καταχωρούνται λίγα βιογραφικά στοιχεία, ότι πατρίδα του είναι η Ελέα της Κάτω Ιταλίας, αποικία των Ιώνων, ότι ανήκει στην Ελεατική Σχολή, την οποία θεμελίωσε ο Ξενοφάνης, με πιθανό έτος γέννησης το 515 π.Χ. Κατά τις αρχαίες μαρτυρίες ήταν ολιγογράφος, έγραψε ένα μόνο έργο, ένα σύντομο ποίημα: «Περί φύσεως», από το οποίο έχουν διασωθεί 19 αποσπάσματα σε δακτυλικό εξάμετρο, ως citata σε γραπτά μεταγενεστέρων. Η φύση στο ποίημα αυτό εκλαμβάνεται ως ουσία, ως «εόν» (ον).
Το ποίημα, του οποίου το μεγαλύτερο μέρος διέσωσε ο Σιμπλίκιος (500 μ.Χ.), αρχίζει μ’ ένα προοίμιο 32 στίχων (απόσπ. 1) που έχει διασωθεί ακέραιο από τον Σέξτο τον Εμπειρικό στο έργο του: Προς Μαθηματικούς, περί το 150 μ.Χ. Το υπόλοιπο ποίημα χωρίζεται σε δύο μέρη, ένα για την αλήθεια (απόσπ. 6 – 8,49) και ένα για τις ανθρώπινες «δόξες» (δοξασίες): απόσπ. 8,53 – 19. Πρωταρχικά, έχουμε να παρατηρήσουμε ότι ενώ ο κ. Γιάννης Τζαβάρας χρησιμοποιεί κριτικό υπόμνημα (apparatus criticus), δεν προτάσσει τα αναγκαία sigla των κωδίκων, και οι συντομογραφίες αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων και των έργων των δίνονται στα λατινικά, επιτρεπτό στους ξένους, ανεπίτρεπτο σε μας. Έτσι συναντάμε συχνά-πυκνά: Aesch. (Αισχύλος), Arist. (Αριστοτέλης), Hes. (Ησίοδος), Opp. (Έργα και Ημέραι του Ησιόδου), Meliss. (Μέλισσος), Simpl. (Σιμπλίκιος), Choeph. (Χοηφόροι του Αισχύλου) και πολλά τέτοια σκαλαθύρματα.
Η μετάφραση, ενώ προβάλλεται ως έμμετρη, βασικά είναι καταλογάδην, και δεν διακρίνεται για πιστότητα, με πολλές μεταφραστικές αυθαιρεσίες. Σημειώνουμε μερικές. Από το Προοίμιο: 1,2 πολύφημον (μετάφρ.: φανερωτική). 1,3 φώτα (παραλείπεται στη μετάφρ., ενώ σημαίνει τον άνδρα: ο φως-φωτός). 1,6 άξων δ’ εν χνοίησιν ίει σύριγγος αϋτήν (μετάφρ.: ο άξονας στις χοάνες έβγαζε φωνή φλογέρας)۰ αλλά χνοίη ή χνόη είναι η ομηρική πλήμνη (= περιαξόνιο) και όχι χοάνη, και το αϋτήν σημαίνει βοή, συριγμό φλογέρας (αυλού)۰ η σύριγξ έχει επιβιώσει στο μεσαιωνικό σουραύλι < συραύλιον < σύριγξ + αυλός. Εμείς θα μεταφράζαμε: ο άξονας στα περιαξόνια άφηνε συριγμό αυλού. 1,7 αιθόμενος (= λάμποντας, Γ.Τζ.), ορθό: πυρακτωμένος (ο άξονας). 1,7-8 δοιοίς γαρ επείγετο δινωτοίσιν / κύκλοις αμφοτέρωθεν (= γιατί από δυο επειγότανε δινούμενους κύκλους και από τις δυο πλευρές, Γ. Τζ.). Εδώ κύκλος σημαίνει ρόδα, το δε επείγετο σημαίνει πιεζόταν. Μεταφράζουμε λοιπόν: γιατί πιεζόταν (ο άξονας) και στα δυο άκρα από δυο περιδινούμενες ρόδες. 1,8 ότε σπερχοίατο πέμπειν / ηλιάδες κούραι (= καθώς βιαζόταν πέμποντας του Ηλίου οι κόρες, Γ. Τζ.). Εδώ ο κ. Γ. Τζαβάρας μεταφράζει τον τύπο: σπερχοίατο ως γ΄ ενικό με συνέπεια να μην προκύπτει νόημα. Ωστόσο, ο επίμαχος τύπος είναι γ΄ πληθ. ιωνικός τύπος, αντί: σπέρχοιντο (γ΄ πληθ. ευκτικής μέσου ενεστώτος του σπέρχομαι = ορμώ, από όπου και Σπερχειός). Πρέπει να είναι γνωστό σ’ έναν που ασχολείται με αρχαία ελληνικά ελληνικά ότι, όταν πριν από την κατάληξη –ντο υπάρχει σύμφωνο ή ημίφωνο, ως υποτακτικό φωνήεν διφθόγγου, το ν της κατάληξης τρέπεται σε α: σπέρχοιντο > σπερχοίατο, οπότε υποκείμενο είναι οι ηλιάδες κούραι. Η άγνοια αυτή έφερε το μεταφραστή σε αδιέξοδο, ώστε να μεταφράσει το απαρέμφατο πέμπειν με μετοχή. Μεταφραστέον λοιπόν: καθώς οι κόρες του Ηλίου βιάζονταν να με στείλουν στο φως (εις φάος: απαντά στον επόμενο στίχο). 1,10 ωσάμεναι κράτων άπο χερσί καλύπτρας: όπου ωθήσαν από το κεφάλι με τα χέρια τις καλύπτρες (Γ. Τζ.). Ωστόσο, η μετοχή ωσάμεναι είναι χρονική. Μεταφράζουμε: αφού με τα χέρια τους τράβηξαν τις καλύπτρες από τα κεφάλια τους. 1,30 ταις ουκ ένι πίστις αληθής: όπου δεν υπάρχει πίστη αληθινή (Γ. Τζ.). Εμείς: Για τις οποίες (δοξασίες) δεν υπάρχει αληθινή εμπιστοσύνη. 1,31-32 αλλ’ έμπης και ταύτα μαθήσεαι, ως τα δοκούντα / χρην δοκίμως είναι δια παντός πάντα περώντα: όμως θα μάθεις και αυτά να εννοείς, πώς δηλαδή όσα δοκούν (sic) είχανε χρέος δόκιμα να είναι, με το να διαπερνούν τα πάντα δια παντός (Γ. Τζ.). Αυτά βέβαια δεν είναι ελληνικά. Εμείς θα μεταφράζαμε: αλλ’ όμως θα μάθεις και αυτά, ότι δηλαδή οι δοξασίες έπρεπε να είναι έγκυρες διαπερνώντας τα πάντα δια παντός. Μετά το προοίμιο, στο Α΄ μέρος, απόσπασμα 2 – 8,49, στο στίχο 1,2 οδοί διζήσιος: δρόμοι ζήτησης (Γ. Τζ.). Ωστόσο, δίζησις είναι η έρευνα, από το δίζημαι, και αυτό από τη ρίζα τού ζητώ, με πρόθεμα δι-, και ζητώ σημαίνει ερευνώ. Τη διαφορά ζητώ και αιτώ την έχουμε στο απόφθεγμα: «αιτείτε και δοθήσεται, ζητείτε και ευρήσετε». 2,3 και ως ουκ έστι μη είναι: και πως δεν είναι να μην είναι (Γ. Τζ.). Ορθότερο: και ότι δεν μπορεί να μην είναι (σ.σ. Το πως ενδέχεται να παρερμηνευθεί ότι εισάγει πλάγια ερώτηση, όταν μάλιστα το ως του στίχου εξαρτάται από το νοήσαι). 2,6 παναπευθέα ατραπόν: η ατραπός δεν έχει να σου μάθει τίποτα (Γ. Τζ.). Αντί παναπευθέα προτιμητέα η γραφή: παναπειθέα (= όλως απίστευτη). 2,8 ούτε γαρ αν γνοίης το γε μη εόν: γιατί ούτε θα μπορούσες δα να βιώσεις το μη εόν. Διερωτάται κανείς τι σχέση έχει το αν γνοίης με το να βιώσεις της μετάφρασης. Μεταφραστέον: Γιατί ούτε θα μπορούσες να γνωρίσεις το μη ον. Απόσπ. 3 …το γαρ αυτό νοείν εστίν τε και είναι: γιατί αυτό τούτο, Νοείν είναι και Είναι (Γ. Τζ.). Κατ’ αρχήν, το εστίν γραπτέον χωρίς ευφωνικό ν. Δεύτερο, το Νοείν της μετάφρασης δεν χρειάζεται κεφαλαίο το αρχικό γράμμα. Τρίτο, δεν πρέπει να προταχθούν αποσιωπητικά στο απόσπασμα, γιατί ο γαρ δεν είναι αιτιολογικός, αλλά βεβαιωτικός, αλλά βεβαιωτικός ή πεξηγηματικός. Πολύ ορθά, βέβαια, ο κ. Γιάννης Τζαβάρας μεταφράζει «το αυτό», ως υποκείμενο και όχι ως κατηγορούμενο, όπως έχουν κάμει πολλοί μεταφραστές. «Το αυτό» έναρθρο, ταυτόσημο με το λατινικό ipsum δεν είναι άλλο από το παρμενίδειο «εόν» (ον). Καταλήγουμε λοιπόν στη μετάφραση: Το καθαυτό (scil. το ον) προφανώς είναι συνάμα νοείν και Είναι. Δηλαδή το είναι και το νοείν συνυπάρχουν στο Ον. Παρεμφερές είναι και το απόσπασμα 8,34-6 Ταυτόν δ’ εστί νοείν τε και ούνεκέν εστι νόημα. / ου γαρ άνευ του εόντος, εν ω πεφατισμένον εστίν, ευρήσεις το νοείν, το οποίον ο Γ. Τζ. Μεταφράζει: Αυτό τούτο είναι Νοείν και ου ένεκα είναι νόημα. Γιατί χωρίς το εόν, μέσα στο οποίο έχει μοιραία φανερωθεί, δεν θα βρεις το Νοείν. Αυτά όμως δεν είναι ελληνικά. Εμείς θα μεταφράζαμε: Το καθαυτό (scil. το ον) είναι συνάμα νοείν και Είναι, χάρη του οποίου υπάρχει νόημα. Χωρίς βέβαια το ον, μέσα στο οποίο έχει εκδηλωθεί (scil. το Είναι) δεν θα βρεις το νοείν. Με αυτό συνάπτεται το απόσπ. 4: λεύσσε δ’ ομώς απεόντα νόω παρεόντα βεβαίως, και το απόσπ. 6 χρη το λέγειν τε νοείν τα’ εόν έμμεναι, το οποίον ο Γ. Τζ. Μεταφράζει: ανάγκη ο λόγος και ο νους στο ότι εόν είναι. Αλλά και αυτά δεν είναι ελληνικά. Εμείς με βάση τη μετάφραση που κάνει ο Hermann Diels: Nötig ist zu sagen und zu denken, dass nur das Seiende ist (Die Fragmente der Vorsokratiker, 1969 σ. 232 τ. Α΄) θα μεταφράζαμε: Πρέπει να λέμε και να νοούμε ότι μόνο το ον υπάρχει. Στο απόσπ. 8,2 το αγένητον (scil. αγέννητον) έχει μεταφρασθεί αγένωτο, και να σκεφθεί κανείς ότι πρόκειται για το Είναι. Στο απόσπ. 8,22 το διαιρετόν έχει μεταφρασθεί αποσυνθέσιμο. Αλλά η διαίρεσις δεν αποσυνθέτει, ο μερισμός, ναι, αποσυνθέτει. Η διαίρεση παράγει από τα γένη, είδη, που το καθένα έχει αυτοτέλεια και αυθυπαρξία. Ο άνθρωπος με βάση την πνευματική του δύναμη διαιρείται σε: μεγαλοφυή, ιδιοφυή, ευφυή, μερίζεται όμως σε κεφαλή, κορμό, άκρα, με το κάθε μέρος χωρίς αυτοτέλεια.
Μετά τα αποσπάσματα μεταφρασμένα σ’ αντιστοιχία με το αρχαίο κείμενο, ακολουθούν μερικά αρχαία σχόλια και μαρτυρίες (testimonia), όχι ουσιώδη. Επακολουθεί υπόμνημα πηγών, όπου ανεπίτρεπτα γίνεται χρήση λατινικών στοιχείων: Sextus Empiricus: Adversus mathematicos (αντί Σέξτος ο Εμπειρικός: Προς μαθηματικούς). Simplicius: In Aristotelis De caelo commentaria (αντί Σιμπλίκιος: Εις Αριστοτέλους περί ουρανού υπομνήματα). Clemens: Stromates (αντί Κλήμης: Στρωματείς). Alex. Aphrodis. In Aristotel. Metaphys. Commentaria (αντί Αλέξανδρος Αφροδισιεύς: εις Αριστοτέλους Μεταφυσικά, υπομνήματα) κ.ά. ανεπίτρεπτα.
Όσον αφορά στα σχόλια, πολλά είναι φιλολογικά (σ. 91-144) και λίγα φιλοσοφικά. Στο απόσπ. 5 σχολιάζεται ο όρος ξυνόν (= κοινό) σε συσχετισμό με τον ηρακλείτειο όρο που θεμελιώνει τη διαλεκτική της ενότητας των αντιθέτων. Στο απόσπ. 6 σχολιάζεται η φράση: Χρη το λέγειν τε νοείν τ’ εόν έμμεναι۰ έστι γαρ είναι / μηδέν δ’ ουκ έστιν. Τη φράση αυτή ο κ. Γ. Τζ. Την αντιμετώπισε ως crux, σαν σταυρό μαρτυρίου, και γι’ αυτό προσφεύγει στην επικουρία ξένων, που κακομεταφράζουν και εν πολλοίς παρανοούν τα δικά μας κείμενα. Στο απόσπ. 7 σχολιάζεται διεξοδικά ο πρώτος στίχος: Ου γαρ μήποτε τούτο δαμή είναι μη εόντα. Αυτόν τον στίχο ο Γ. Τζ. κακώς τον μεταφράζει (σ. 37): Ποτέ τούτο δεν θ’ αναγκαστεί: να είναι όσα δεν είναι. Το σχόλιο όμως γίνεται έτσι περιθωριακό, όταν αιτιοκρατείται από πλημμελή απόδοση του κειμένου. Στο προκείμενο έχουμε ενδοιαστική πρόταση: μήποτε δαμή εξαρτημένη από την απρόσωπη έκφραση: ου γαρ <δέος εστί>, το δε δαμή ως υποτακτική αορίστου: εδάμην του δάμ-νυ-μι σημαίνει δαμάζω, συλλαμβάνω, με την έννοια του νοώ, όπως και στα Γερμανικά το begreifen (συλλαμβάνω) έδωκε το Begriff (έννοια). Συνεπώς έπρεπε να μεταφρασθεί: δεν υπάρχει κίνδυνος μήπως ποτέ νοηθεί τούτο, ότι δηλαδή υπάρχουν τα μη όντα. Στο απόσπασμα 8 (όπου και τερματίζονται τα σχόλια) γίνεται περισσότερο φιλολογική παρά φιλοσοφική αντιμετώπιση των «σημάτων» (κατηγορημάτων) του όντος: αγέννητον, ανώλεθρον, ούλον, μουνογενές, ατρεμές, ατέλεστον, με τα οποία θεμελιώνεται η στατική οντολογία των Ελεατών για το Ον, το οποίον «ουδέποτ’ ην ουδ’ έσται, επεί νυν εστιν ομού παν» (8,5). Πρόκειται δηλαδή για ένα “totum simul” το οποίο, κατά τη γνώμη μας, καταργεί την ανισοτροπία (τη μη αναστρεψιμότητα) του Χρόνου, για το οποίον, ευκαιριακά, θα έπρεπε να γίνει ένας σύντομος σχολιασμός.
Γενικά τα σχόλια, ιδιαίτερα από τη σ. 91-144, είναι φιλολογικά, αναφερόμενα στη χρήση και σημασιολογία λεκτικών όρων και στη συντακτική δομή προτάσεων, σε συσχετισμό με παρεμφερή κείμενα άλλων συγγραφέων. Προσπάθεια φιλοσοφικής επεξόδου συναντάται στο απόσπ. 3: Το γαρ αυτό νοείν εστίν τε και είναι. Γίνεται αναφορά στον Πλωτίνο για τον οποίο «εις ταυτό συνήκεν ον και νουν <Παρμενίδης> και το ον ουκ εν τοις αισθητοίς ετίθετο» (Εννεάδ. V, 1,8). Σχολιάζει ο κ. Γιάννης Τζαβάρας: «Πάνω σ’ αυτή τη νεοπλατωνική προϋπόθεση στηρίχτηκε όλος ο ιδεαλισμός των νεωτέρων χρόνων, που ξεκινάει με τον πιστά μεταφρασμένο από τον Berkeley ταυτισμό: esse = percipi, και κορυφώνεται στον Έγελο, του οποίου το έργο περί το Είναι παίρνει τον τίτλο Λογική» (σ. 146). Θ’ αντιπαρατηρήσουμε πρώτον, ότι ο Πλωτίνος παρανοεί τον Παρμενίδη, γιατί το παρμενίδειο «ταυτό» είναι ταυτόσημο με το Ον, στο οποίο συναντώνται και συνάπτονται το νοείν και το Είναι, το οποίο είναι διάφορο του όντος. Δεύτερο, ο Berkeley θεμελιώνει έναν υποκειμενικό ιδεαλισμό, ενώ ο Έγελος καταστρώνει τον αντικειμενικό ιδεαλισμό. Ο Heidegger στο έργο του Vorträge und Aufsätze σημειώνει ότι το παρμενίδειο εόν (ον), διάφορο του Είναι, είναι συνειλημμένο στη διττότητα Είναι και όντος, ότι το ον ουσιαστικοποιείται στο άνοιγμα του Είναι, το οποίο εκδηλώνεται στο ον, ότι το «ταυτό» είναι υποκείμενο, που εκφράζει ταυτότητα νοείν + είναι, και σ’ αυτή την ταυτότητα αποκαλύπτεται η αλήθεια. Εμείς θα προσθέταμε: Εάν η αλήθεια κατά Πλάτωνα είναι «το αεί ωσαύτως κατά ταυτά έχον», τότε η ερμηνεία του Heidegger είναι μεγαλοφυής. Δυστυχώς για το φιλοσοφικό σχολιασμό, μετά το φιλοσοφικά γόνιμο απόσπ. 3 ξαναρχίζει η φιλολογική φόρτιση, η οποία διακόπτεται από μια παρέκβαση, όπου συγκρίνεται το παρμενίδειο με το αριστοτελικό συνεχές, στην έννοια της διαίρεσης. Σ’ αυτή τη σύγκριση, για τον Παρμενίδη «ξυνεχές παν εστιν» (απόσπ. 8,25), ενώ για τον Αριστοτέλη το παν είναι άπειρο. Ο Αριστοτέλης εντάσσει τη διαίρεση του συνεχούς στην επ’ άπειρο διαιρεσιμότητα, ορθότερα στην επ’ άπειρο πρόσθεση (που περιέχει και τον πολλαπλασιασμό, και την αφαίρεση και τη διαίρεση) σ’ ένα άπειρο κατά πρόσθεση (ή πολλαπλασιασμό), και σε άπειρο κατά αφαίρεση (ή διαίρεση).
Κλείνει η όλη εργασία μ’ ένα επίμετρο, το οποίο ωστόσο δεν είναι άλλο από μια μετάφραση συνοπτικής υπόθεσης του προοιμίου του ποιήματος, γραμμένης από τον Σέξτο τον Εμπειρικό στο έργο του: Προς Μαθηματικούς. Στη Βιβλιογραφία θεωρούμε αισθητή την παράλειψη των α) Paul Natorp: Η περί των ιδεών θεωρία του Πλάτωνος (κεφ. 7: Παρμενίδης), μετάφρ. Μιχ. Τσαμαδού, Αθήναι 1929, σ. 214-269, όπου αναλύεται διεξοδικά και με ισχυρή φιλοσοφική εμβέλεια ο Πλατωνικός διάλογος: Παρμενίδης. β) Georgios Koumakis: Platons Parmenides (Zum Problem seiner Interpretation), Bonn 1971, γ) Sinn und Sein (Ein philosophisches Symposion), Max Niemeyer Verlag, Tübingen 1960, δ) Γεώρ. Στεφ. Καραγιάννη: Το γνωσιολογικόν πρόβλημα εις την φιλοσοφίαν του Παρμενίδου, Αθήναι 1977.
Πέρα από την όποια επιφύλαξη, αντίρρηση και σκεπτικισμό, πρέπει ν’ αναγνωρισθεί ότι ο κ. Γιάννης Τζαβάρας στο προκείμενο έργο του εργάστηκε με ζήλο και αξιοσημείωτη ευσυνειδησία, έκαμε καλή χρήση των πηγών και πολλών πολυσημάντων βοηθημάτων, προσθέτοντας τη δική του συμβολή, κατά πάντα αξιοπρόσεκτη.
Κ. Β. Μπουζέας