Το βέβαιο του θανάτου
Γιάννη Τζαβάρα: Το βέβαιο του θανάτου. "Δωδώνη", Αθήνα 1982 (2η έκδοση, 1992).
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
(Δημοσιεύτηκε στις σελ. 12-14 του βιβλίου)
Αυτή η έρευνα επιχειρεί μια συστηματική θεώρηση των πρόσφατων φιλοσοφικών απόψεων πάνω στο βέβαιο του θανάτου. Αυτό που κατά κύριο λόγο την ενδιαφέρει, είναι η εμβάθυνση στον προβληματισμό, ο οποίος διαμορφώνει την εκάστοτε άποψη. Άξια λόγου θεωρήθηκε συχνά και κάποια κριτική αναμέτρηση και αντιπαράθεση ετερογνωμίας, χωρίς να παρεμβάλλεται οπωσδήποτε ως δήθεν τελεσίδικη η κριτική άποψη σαν τέτοια. Όσον αφορά τη δική μου συμμετοχή, θεωρώ ως ήδη αρκετή επέμβαση το γεγονός ότι το υλικό πέρασε μέσα από την αντιληπτική κι ερμηνευτική μου διήθηση.
Από τις σύγχρονες απόψεις πάνω στο συγκεκριμένο θέμα πιστεύω ότι αντιπροσωπεύονται εδώ οι κυριότερες, χωρίς να προβάλλω αξίωση πληρότητας. Θεωρώ σημαντικό να αποδειχτεί η δυνατότητα για μια πληθώρα απόψεων και όχι να επιδειχτούν ετούτες σε εξαντλητικό βαθμό. Αυτή η προτίμηση στηρίζεται σε μια ουσιώδη αιτία: Οι παράγοντες που διαμορφώνουν μια γνώμη ή μια θεώρηση, ακόμα και αν αυτή αφορά το θάνατο, δεν μπορούν να θεωρηθούν τελειωτικοί· η τελική κουβέντα πάνω στο θάνατο δεν έχει ειπωθεί, γιατί μια τέτοια θα ήταν η τελευταία του ανθρώπινου γένους. Κάθε βεβαιότητα αποκτά το πλήρες της νόημα μέσα στη συνάρτηση με το χώρο και το χρόνο όπου γεννιέται· δεν αποκλείω έτσι τη δυνατότητα διαιώνισής της, αντίθετα βλέπω αυτή τη δυνατότητα τόσο μεγαλύτερη, όσο περισσότερο η βεβαιότητα αποτελεί καίρια έκφραση των χωρικο-χρονικών της συντεταγμένων.
Ένα βασικό συμπέρασμα, που προκύπτει από την πληθώρα των σκέψεων που καταγράφονται, μπορεί να διατυπωθεί ως εξής: Δεν είναι μία και μοναδική η βεβαιότητα που αφορά το θάνατο. Όχι μόνο δεν μπορεί να επιτευχθεί η μία βεβαιότητα, αλλά και δεν θα είχε αντίκρυσμα, γιατί ο ίδιος ο θάνατος (και γίνεται εδώ πάντα λόγος για τον καθέκαστα ανθρώπινο) δεν μπορεί να θεωρηθεί ως κάτι ενιαίο. Κάθε βεβαιότητα ή αβεβαιότητα ως προς το επικείμενο του θανάτου είναι μόνο κάτω από ορισμένες συνθήκες νοητή, και μάλιστα κάτω από τις ίδιες εκείνες συνθήκες, που καθορίζουν και το νόημα που παίρνει εκάστοτε ο θάνατος. Αν π.χ. έχω κατά νου το σωματικό θάνατο, η αντίστοιχη βεβαιότητα είναι σταμπαρισμένη από την αναγκαία συνθήκη, ότι δεν συμπεριλαμβάνει τον ψυχικό ή πνευματικό τομέα: αν διαβλέπω ότι ο τάδε είναι ήδη πνευματικά νεκρός, μπορώ ταυτόχρονα να διαπιστώνω τη σωματική του ζωντάνια· αν είμαι πεπεισμένος για το ότι θα πεθάνω σωματικά, μπορώ ταυτόχρονα να πιστεύω στην ψυχική μου αθανασία.
Ποικίλλουν οι βεβαιότητες πάνω στο θάνατο, επειδή ποικίλλουν οι συνθήκες που τις καθιστούν μπορετές. Θεωρώ ότι βρίσκεται πέρα από τις δυνάμεις μου το μέλημα, να απαριθμηθεί και να ταξινομηθεί η πληθώρα τέτοιων συνθηκών. Να γιατί περιορίζομαι ενδεικτικά στις σύγχρονες φιλοσοφικές απόψεις, μέσα στις οποίες διαπιστώνω κάπως χοντροκομμένα τρεις κύριες συνθήκες, που τις καθιστούν μπορετές. Πρόκειται για τρεις βασικές τάσεις, που διακρίνονται και γενικότερα μέσα στο σύγχρονο σκέπτεσθαι: η γνωσιολογική, η υπαρξιακή και η κοινωνιολογική. Ας προσεχτεί ότι κάνω λόγο για τάσεις και όχι για βεβαιότητες, κι αυτό έχει το νόημά του: πρόκειται για τρεις συνθήκες, κάτω από τις οποίες καθίσταται φιλοσοφικά σημαντικό τόσο το βέβαιο όσο και το αβέβαιο του θανάτου.
Οι τάσεις που διαπιστώνονται στο σύγχρονο σκέπτεσθαι, δεν αντιπροσωπεύονται κατ’ ανάγκη από ξεχωριστούς φιλοσόφους· συχνά κάνουν την εμφάνισή τους αλληλοτεμνόμενες μέσα στον προβληματισμό ενός και του αυτού στοχαστή. Η έρευνα π.χ. του Μάρτιν Χάιντεγγερ πάνω στο βέβαιο του θανάτου δείχνει ένα κύρια υπαρξιακό ενδιαφέρον, αλλά όχι λιγότερο αξιοπρόσεκτο είναι τόσο το γνωσιολογικό (μέσα στις παρατηρήσεις του για την εμπειρική και την αποδεικτική βεβαιότητα, δες M. Heidegger, Είναι και Χρόνος, σελ. 257) όσο και το κοινωνιολογικό της στοιχείο (δες π.χ. τις σκέψεις του για τη μάταιη προσπάθεια αποφυγής του θανάτου, η οποία χαρακτηρίζει τους «πολλούς», ό.π.).
____________________________________________
Στις σελίδες 117-118 του βιβλίου παρέχεται η εξής γερμανική περίληψη:
ZUSAMMENFASSUNG
Die Gewißheit des Todes
Die vorliegende Untersuchung versucht, einen systematischen Überblick über die modernen philosophischen Gesichtspunkte zum Thema der Todesgewißheit zu gewinnen. Es geht hauptsächlich darum, die jeden Gesichtspunkt konstituierende Problematik zu vertiefen. Der Verfasser hat oft eine kritische Auseinandersetzung und eine Gegenüberstellung entgegengesetzter Meinungen für wertvoll gehalten, ohne aber die kritische Ansicht als solche als endgültig zu erachten. Was seine eigene Teilnahme betrifft, so ist diese nach seiner Einschätzung insofern weitreichend, als das Material durch sein auffassendes Sieb filtriert wurde.
Die hauptsächlichen modernen Gesichtspunkte zum konkreten Thema werden ohne Anspruch auf Vollständigkeit dargestellt. Es wird als ein wichtiges Ziel angesehen, die Möglichkeit einer Ansichtsvielfalt zu erweisen, ohne aber diese Ansichten auch erschöpfend vorzuführen. Diese Bevorzugung läßt sich auf folgenden Grund stellen: Die eine Ansicht bildenden Faktoren – auch wenn diese Ansicht den Tod betrifft – dürfen nicht als end-gültig betrachtet werden; etwas Letztes über den Tod ist noch nicht gesagt, denn so etwas würde das Ende des menschlichen Geschlechts voraussetzen. Jede Gewißheit erhält ihren vollen Sinn im Zusammenhang mit den raum-zeitlichen Verhältnissen, in denen sie entsteht. Es wird dadurch die Möglichkeit des Witerbestehens einer Überzeugung nicht ausgeschlossen; diese Möglichkeit ist vielmehr um so größer, je genauer die Überzeugung ihre raum-zeitlichen Koordinaten ausdrückt.
Aus der Vielfalt der betreffenden Gedanken wird grundsätzlich folgender Schluß gezogen: Die Todesgewißheit ist keine einzige. Nicht nur kann die einzige Gewißheit nicht erreicht werden, sondern eine solche könnte überhaupt nicht den Tod betreffen, denn er selbst (und unter Tod ist hier immer der jeweilige menschliche gemeint) kann nicht als einheitlich gelten. Jede Gewißheit bzw. Ungewißheit des ausstehenden Todes ist nur unter bestimmten Bedingungen sinnvoll, und zwar unter denselben Bedingungen, die auch den jeweiligen Todessinn bestimmen. Wenn z.B. der leibliche Tod gemeint ist, so steht die entsprechende Gewißheit unter der notwendigen Bedingung, daß das Geistige oder Psychische nicht eingeschlossen wird: wenn ich einsehen, daß jeman geistig schon tot ist, so kann ich zugleich seine leibliche Lebendigkeit feststellen; wenn ich von meinem bevorstehenden leiblichen Tod überzeugt bin, so kann ich zugleich an die eigene seelische Unsterblichkeit glauben.
Die Todesgewißheiten sind verschiedenartig, weil die ermölichenden Bedingungen verschiedenartig sind. Der Verfasser der vorliegenden Schrift sieht die Aufgabe, die Vielfalt solcher Bedingungen aufzuzählen und zu ordnen, als über seiner Kraft liegend. Daher beschränkt er sich darauf, die modernen philosophischen Ansichten aufzuzeigen, worin er grob drei ermöglichenden Hauptbedingungen feststellt. Es handelt sich um drei Grundtendenzen, die sich überhaupt im modernen Denken auszeichnen: die erkenntnistheoretische, die existenzielle und die soziologische. Es sei darauf hingewiesen, daß sie keine Gewißheitsarten darstellen: sie sind drei Bedingungen, unter denen sowohl die Todesgewißheit als auch die Todesungewißheit philosophisch relevant wird.
Die im modernen Denken festgestellten Tendenzen werden nicht unbedingt von verschiedenen Philosophen oder philosophischen Schulen repräsentiert; alle drei Tendenzen schneiden sich oft in der Problematik eines einzigen Denkers. Zum Beispiel zeigen die Untersuchungen Martin Heideggers über die Todesgewißheit ein hauptsächlich existenzielles Anliegen, nicht weniger beachtenswert ist aber sowohl das erkenntnistheoretische (vgl. die Bemerkungen über die empirische und apodiktische Gewißheit in M. Heideggers Sein und Zeit, S. 257) als auch das soziologische (vgl. ibidem die Gedanken über den vergeblichen Versuch des Man, dem Tod auszuweichen).
__________________________________________
Α) Στο μηνιαίο περιοδικό «Σύγχρονη Σκέψη», αριθμ. 71 (Σεπτέμβριος του 1982), σελ. 3, δημοσιεύτηκε η εξής βιβλιοκρισία:
Ίσως το θέμα που απασχόλησε το Δεύτερο Διεθνές Συμπόσιο Φιλοσοφίας της Ελευθέρας Σχολής Φιλοσοφίας «ο Πλήθων» στα 1977 «Μελέτη Θανάτου», να έδωσε το έναυσμα σε μια πλατύτερη θεώρηση από άλλες σκοπιές και με άλλα κριτήρια στον συγγραφέα. Αυτό όμως δεν έχει να κάνει, γιατί πάντα η πρισματική πολυμορφία στα αιώνια θέματα, όπως ο θάνατος, διαμορφώνει κίνητρα σε κάθε μια φιλοσοφική τάση ή σχολή. Η ποικιλία όμως από τις αφετηρίες ή η συγκριτική κατάληξη σε ένα οποιοδήποτε φιλοσοφικό συμπέρασμα, πάντα αφήνει το στοχαστικό ερώτημα: Έτσι είναι; Αυτό είναι; Ή είναι κι άλλα, πολλά, απέραντα όσο η φιλοσοφική σκέψη; Ο εντοπισμός όμως του συγγραφέα και η έρευνα της βεβαιότητας του θανάτου με σύγχρονα ή καλύτερα με τα σύγχρονα φιλοσοφικά δεδομένα, δίδει οπωσδήποτε μια άλλη διάσταση στο θέμα, όχι μόνο αξιοπρόσεκτη, αλλά με την αξίωση της εσωτερικής εμπέδωσης, όταν μάλιστα τα πορίσματα πάνω στο θέμα βασίζονται στην κριτική θέσεων μέσα απ’ το τρίπλευρο της έρευνας γνωσιολογικά, υπαρξιακά και κοινωνιολογικά. Η λογική αδυναμία της ερμηνείας του φαινομένου του θανάτου ήταν φυσικό να οδηγήσει τον συγγραφέα από την πλευρά της μεθοδολογίας έξω από τα κριτικά ή συγκριτικά στοιχεία στους λογικούς αποκλεισμούς – άτοπος απαγωγή – ώστε από την αρνητική παράθεση να φτάσει στο στόχο. Αυτό ίσα-ίσα είναι και το κέρδος του βιβλίου. Η επίδραση του Χάιντεγγερ που χρησίμευσε στη βάση της σφαιρικής θεώρησης, έδωσε τα βάθρα να ανοιχτεί αντιπαράλληλα κατά τρόπο συνθετικό η φιλοσοφική θέση του Κίρκεγκωρ και η κάπως φιλολογική θέση του Ζαν-Πωλ Σαρτρ. Όσο και να ’ναι το φαινόμενο της βεβαιότητας του θανάτου αυλακώνεται κάθετα και οριζόντια, θετικά και αρνητικά, γνωσιολογικά και ενορατικά, υπαρξιακά και κοινωνιολογικά ως ένα σημείο, που αποκεί και πέρα ακολουθεί η αδυναμία έστω και της φιλοσοφικής προσέγγισης. Οι συνθετικές σκέψεις του συγγραφέα, η οξεία κριτική επιλογή του και προπάντων η τεκμηριωμένη διείσδυσή του, δίνουν τον χαρακτηρισμό του αξιόλογου στο βιβλίο του και προσθετικά τον τίτλο που ανήκει σε όλους και ιδιαίτερα σε κείνον, πως η ελληνική φιλοσοφική σκέψη δεν έσβησε ποτέ.
Β) Στην εφημερίδα «Καθημερινή», στη φιλολογική σελίδα της Πέμπτης 24-3-1983, δημοσιεύτηκε η εξής βιβλιοκρισία του Παναγιώτη Τζαμαλίκου:
Περί της ύστατης πράξης
Γ. ΤΖΑΒΑΡΑ: Το βέβαιο του θανάτου. Εκδ. Δωδώνη, 1982.
Πρόκειται για ένα εγχειρίδιο θανατολογίας. Ένας δε σημαντικός λόγος, που μας σταματά σε τούτο το βιβλίο, είναι η προφανής πνευματική του εντιμότητα – κάτι που δεν αποτελεί τον κανόνα στα «πνευματικά πράγματα» αυτού του τόπου. Τι κάνει αυτό το βιβλίο; Παρουσιάζει «μία συστηματική θεώρηση των πρόσφατων φιλοσοφικών απόψεων πάνω στο βέβαιο του θανάτου». Και συνεχίζει ο συγγραφέας: «Όσο για τη δική μου συμμετοχή, θεωρώ ως ήδη αρκετή επέμβαση το γεγονός ότι το υλικό πέρασε μέσα από την αντιληπτική ερμηνευτική μου διήθηση». Δηλαδή είναι μία «βιβλιογραφική εργασία» - και σπεύδει να το πει εξ αρχής. Τούτο το, αυτονόητα επιβαλλόμενο, χαρακτηρίζουμε ως «εντιμότητα», διότι μερικοί σχολιαστές της φιλοσοφίας μάς έχουν συνηθίσει σε άλλα: Συχνά γράφουν το ένα βιβλίο πάνω στο άλλο – αλλά τι κάνουν, στην ουσία; Όπως ο μαθητής λέει «απ’ έξω» το μάθημα που διάβασε ώστε να το μάθει, αυτοί παρουσιάζουν σαν «σκέψη τους» ό,τι τους έχει (ξε)μείνει από τους φιλοσόφους που μετάφρασαν (δόκιμα) και σχολίασαν (συχνά αδόκιμα). Ιδού γιατί αυτό το βιβλίο είναι έντιμο: Διότι πράττει το αυτονόητα επιβαλλόμενο – αλλά σπάνια πραττόμενο σε τούτο τον τόπο.
Ο συγγραφέας παραθέτει τις απόψεις μερικών συγχρόνων φιλοσόφων πάνω στο θάνατο۰ συχνά τις αντιπαραβάλλει και προσπαθεί να τις αφήνει να αναμετρηθούν μόνες τους۰ ενίοτε όμως είναι σαφείς οι εκλεκτικές του προτιμήσεις και, συνεπώς, οι ερμηνευτικές (υποκειμενικές) επεμβάσεις του. Πράγμα, άλλωστε, αναπόφευκτο. Οι περί θανάτου απόψεις ομαδοποιούνται σε τρεις τάσεις, που τις χρωματίζουν: γνωσιολογικές, υπαρξιακές και κοινωνιολογικές. Είναι μια διαίρεση «ακαδημαϊκή» μεν, αλλά πάντως χρήσιμη. Παρελαύνουν οι περί θανάτου απόψεις των Σέλερ, Πόππερ, Κίρκεγκωρ۰ επίσης του Χάιντεγκερ – προφανώς ιδιαίτερα προσφιλούς στον συγγραφέα (και σημειώνουμε ως σημαντική την ερμηνευτική του συμβολή πάνω στη «σκοτεινή» άποψη του Χάιντεγκερ ότι «ο θάνατος αποτελεί την ύψιστη δυνατότητα της υπάρξεως»). Συνεχίζει και φθάνει στο Σαρτρ, Καμύ, στις μαρξιστικές θεωρήσεις του θανάτου και την κριτική πάνω σ’ αυτές (Μαρξ, Μπλοχ, Σέρερ). Και περνώντας από τον Μαρκούζε, θα καταλήξει σε μιαν άλλη σύγχρονη ματιά πάνω στο θάνατο (στηριζόμενος στον Ίλιτς): όχι πια σε μια φιλοσοφική θεώρηση, αλλά στην απόπειρα να κυριαρχήσει ο άνθρωπος πάνω σ’ αυτόν, ιατρικά, τεχνολογικά. Σίγουρα, από την παραπάνω παρέλαση λείπουν σημαντικές παρουσίες που θα πλούτιζαν το θέμα: Αναφέρουμε λ.χ. τον Γκ. Μαρσέλ και τον Ν. Μπερντιάεφ۰ δηλαδή λείπει η άποψη της σύγχρονης υπαρξιακής φιλοσοφίας, που δεν κρύβει τις χριστιανικές της εμπνεύσεις, αντιλαμβανόμενη αυτές βεβαίως «αιρετικά» (αλλά γνήσια και αιματηρά). Βεβαίως γίνεται αναφορά στην ιδιότυπη θεολογική (χριστιανική) σκέψη του Κίρκεγκωρ. Αλλά αν αυτός αποτελεί ένα είδος «αφετηρίας» για τη σύγχρονη υπαρξιακή φιλοσοφία, είναι απόλυτα βέβαιο ότι δεν αντιπροσωπεύει τις απόψεις των σημαντικών φιλοσοφικών παρουσιών που ακολούθησαν, αυτόν τον αιώνα. Ο Κίρκεγκωρ είναι «ιδιότυπος», απομονωμένος και ύψιστα τραγικός μέσα στο πάθος του. Η σαφής κλίση του συγγραφέα προς τις θανατολογικές απόψεις του Χάιντεγκερ, ακυρώνει κάπως τις «αντικειμενικές» του φιλοδοξίες۰ πολύ περισσότερο, η παράθεση «σαρκαστικών» παρατηρήσεων του Χάιντεγκερ για τη φιλοσοφία του Κίρκεγκωρ (που με κανένα τρόπο δεν θεωρούμε ως «κατά βάθος σοβαρές»). Αλλά, έστω και μη πλήρες, έστω και όχι αντικειμενικό (εμείς δεν θα ζητούσαμε ποτέ κάτι τέτοιο πάντως – ο συγγραφέας μόνος αυτοδεσμεύεται, πλην μάλλον ανεπιτυχώς), τούτο το «εγχειρίδιο σύγχρονης θανατολογίας» διατηρεί ακέραιη την αξία του. Τόσο περισσότερο, αφού η ελληνική βιβλιογραφία πάνω στο θέμα είναι πτωχότατη.
Και, σαν υστερόγραφο, μια παρατήρηση: Ο συγγραφέας έλαβε, προφανώς, γερμανική παιδεία – την οποία φαίνεται ότι επιθυμεί να καθιστά προφανέστερη: Γιατί ο τίτλος του βιβλίου και το όνομα του συγγραφέα στα ελληνικά και στα γερμανικά; Γιατί στο τέλος του βιβλίου να ακολουθεί (μετά τους πίνακες βιβλιογραφίας κλπ.) ένα – φαινομενικά αδέσποτο – δισέλιδο, εξ ολοκλήρου στα γερμανικά; Το βιβλίο απευθύνεται σε Έλληνες αναγνώστες۰ που δεν οφείλουν να γνωρίζουν ότι στο τέλος θα υπάρχει μία περίληψη (ή συμπέρασμα) σε αλλότρια γλώσσα۰ τούτο προσιδιάζει σε πανεπιστημιακές διατριβές, αλλά όχι σε εκδόσεις για το ευρύ κοινό. Αλλά, ακόμη και τότε, δεν περιφρονείται η ελληνική γλώσσα με αδέσποτα και εξ ολοκλήρου ξενόγλωσσα κείμενα۰ εκεί τα ξενόγλωσσα κείμενα συνυπάρχουν – ουδέποτε εκτοπίζουν την ελληνική γλώσσα. Είδαμε και πάθαμε να ξεμπλέξουμε από τη ζαλάδα που έφεραν σε τούτο τον τόπο μερικοί δάσκαλοι δικοί μας – γερμανόπληκτοι «ελληνολάτρες». Μέχρι και την ελληνικότητά μας προσπάθησαν να μας την δείξουν μέσα από τα γυαλιά των καθηγητών τους της Χαϊδελβέργης. Όχι να πάθουμε πάλι τα ίδια – κι όχι μόνο στα «μεγάλα» θέματα, αλλά και στα «μικρά» - όπως η εμφάνιση ενός ελληνικού βιβλίου.
Τάκης Τζαμαλίκος
Γ) Στο κυπριακό φιλοσοφικό περιοδικό «Ζήνων», τεύχος 4-5 (1983-84), σελ. 168, δημοσιεύτηκε η εξής βιβλιοπαρουσίαση του Ν. Ορφανίδη:
ΓΙΑΝΝΗ ΤΖΑΒΑΡΑ, Το βέβαιο του θανάτου. Δωδώνη, Αθήνα 1982, σσ. 118.
Ένα βιβλίο ενός νέου φιλοσόφου γύρω από το πανάρχαιο πρόβλημα του θανάτου. Μια σημαντική πρόσβαση σ’ ένα γεγονός που παρόλη τη βεβαιότητά του μας οδηγεί παράλληλα σε μια προβληματιζόμενη αβεβαιότητα. Μέσα από τη γνωσιολογική – υπαρξιακή αλλά και κοινωνική διάσταση του προβλήματος οδηγούμαστε στο κέντρο ενός θεμελιακού και συγκλονιστικού προβλήματος, που είναι το γεγονός του θανάτου.
Δ) Ο ποιητής Δ. Π. Παπαδίτσας δημοσίευσε το εξής απόσπασμα επιστολής, την οποία απέστειλε πρωτύτερα στον Γιάννη Τζαβάρα. Η δημοσίευση έγινε στο περιοδικό «Ευθύνη», τεύχος 140 (1983), σελ. 408:
Απόσπασμα επιστολής σ’ ένα νέο φιλόσοφο
…Διάβασα την φιλοσοφική σας εργασία «περί θανάτου» με πολύ ενδιαφέρον. Δεν μπορώ όμως να πω ότι το ενδιαφέρον, η περιέργεια και η απορία μου εξαντλήθηκαν. Ακριβώς όμως αυτή η «μη εξάντλησή» τους ισοδυναμεί, για μένα, με τη βιωσιμότητα της σκέψης σας, που στην πορεία της την είδα να ενοφθαλμίζεται με επιτυχία στη χαϊντεγγεριανή αινιγματώδη γλώσσα. Κατά τη μελέτη του δοκιμίου σας πολλές φορές με σταματούσε η αναγκαιότητα για μια νέα, θα έλεγα, λεξιγονία, που θα προσκόμιζε νιόκοπες, παρθενικές σε δύναμη και εκφραστική λέξεις, καταλληλότερες να ανταποκριθούν στα διάφορα «γιατί, τι, διότι, πώς, πότε κ.λ.» του φιλοσοφικού σας συλλογισμού. Σε πολλά σημεία του δοκιμίου σας, σας βρήκα πολύ ικανό για μια τέτοια «λεξιγονία», πράγμα που προϋποθέτει, εκτός από φαντασία και ισχυρό ένστικτο, και μια σε βάθος γνώση των μυστικών της παραδοσιακής μας γλώσσας. (…). Με την ευκαιρία αυτή πρέπει να σας πω, ότι χαίρομαι κάθε φορά που βεβαιώνομαι – σαν ποιητής με κάποια του ρίζα διακλαδισμένη στο φιλοσοφικό «ειδέναι» και στο ελληνικότατο «θαυμάζειν» - πως σε κάποιο σημείο η ποίηση και ο φιλοσοφικός στοχασμός αλληλοπροσεγγίζονται (για να μην πω ότι ταυτίζονται). Θέλω επίσης να πω ότι ένας φιλόσοφος θα μπορούσε απ’ αυτό το σημείο και πέρα να χρησιμοποιήσει, σαν παγοθραυστικό της απέραντα ερημικής, κάποτε αφιλόξενης, πολικής σκέψης του, την ποίηση. Νομίζω ότι οι φιλόσοφοι και γενικά οι φιλοσοφούντες, μπορούν να βρούνε πολλές ανταποκρίσεις και πληροφορίες στα ερωτήματά τους (αλλά και στις απαντήσεις τους) μέσα στην ποίηση, με την προϋπόθεση βέβαια ότι δεν θα πέσουν, ως συνήθως, στην παγίδα της ποιητικής περιγραφής۰ παγίδα που δικαιωματικά χρησιμοποιεί η ποίηση για τον αποκλεισμό του νοητικού μας μέρους, προκειμένου να λειτουργήσει αδέσμευτο το άρρητο της ομορφιάς, που μπορούμε να το πούμε ευφρόσυνο ποιητικό μυστήριο ή μυστικό, όπως του άρεσε να το αποκαλεί ο Καραντώνης…
Ε) Στο περιοδικό “Archives de philosophie”, τόμος 47, τεύχος 2, σελ. 349, δημοσιεύτηκε η εξής βιβλιοκρισία του Xavier Tilliette:
Jean Tzavaras (Γιάννης Τζαβάρας) – La certitude de la mort (Το βέβαιο του θανάτου): Ếditions “Dodone”, Athènes 1982, 120 p.
Il n’ y a pas d’ experience interne de la mort, mais une certitude, un savoir et une pensée de la mort, accompagnés d’ une quantité de Stimmungen. La mort est une notion éminemment dialectique, qui fait intervener la science nesciente, le dedans et le dehors, l’ absolu et le néant, l’ extreme singularité et l’ universalité anonyme. Cette dialectique – si bien mise en oeuvre jadis par Kierkegaard – forme la trame du petit livre du professeur crétois Jean Tzavaras. Il dépasse la nomenclature, bien qu’ il assure sa démarche aux jalons d’ un commentaire d’ auteurs, d’ ailleurs excellement choisis. “Certitude de l’ incertain”, “certitude de l’ examen”, “certitude de l’ authentique”, “le certain et l’ incertain de la vie”… ces quelques titres indiquent ce qu’ une meditation actuelle sur la mort doit encore et toujours à Kierkegaard et à la philosophie de Heidegger. Sous la rubrique “la certitude du paralogisme” (épicurien) est faite reference à Sartre, virtuose de l’ escamotage de la mort. Mais les critiques de Popper et d’ Adorno à la conception heideggerienne “ontologisante” ne sont pas moins sévères. La science, la technique et la société sont-elles en train de changer, voir de supprimer la mort? Fidèle à son programme d’ exposition, l’ auteur s’ abstinent de prendre parti. Il sinue entre les attitudes que Jankélévitch avait naguère relevées et qu’ il appelait “formule de l’ inespoir” (mors certa, hora certa), “formule de l’ agonie” (mors certa, hora certa sed ignota), “formule de la chimère” (mors incerta, hora incerta), “emblème de la volonté militante” (mors certa, hora incerta).
X. Tilliette
ΣΤ) Στην «Ελληνική Φιλοσοφική Επιθεώρηση», Ι (1984), σελ. 91-92, δημοσιεύτηκε η εξής παρουσίαση της Επίκουρης Καθηγήτριας του Πανεπιστημίου Αθηνών Νικολίτσας Γεωργοπούλου-Νικολακάκου:
Το βιβλίο Το βέβαιο του θανάτου του Γιάννη Τζαβάρα, στηριγμένο σε απόψεις σύγχρονων φιλοσοφικών κατευθύνσεων, ερευνά το πρόβλημα της βεβαιότητας του θανάτου. Για το συγγραφέα η βεβαιότητα που αφορά το θάνατο δεν είναι μία αλλά πολλές βεβαιότητες, επειδή ποικίλλουν οι συνθήκες που τις καθιστούν δυνατές. Σαν τέτοιες συνθήκες δέχεται ο σ. τη γνωσιολογική, την υπαρξιακή και την κοινωνιολογική, οι οποίες και προσδιορίζουν φιλοσοφικά το βέβαιο αλλά και το αβέβαιο του θανάτου.
Η μελέτη περιέχει εννέα κεφάλαια: Το πρώτο κεφάλαιο με τον τίτλο «Εμπειρική κι ενορατική βεβαιότητα» (σ. 15-22) εξετάζει την από την εμπειρία προερχόμενη διαβεβαίωση του θανάτου και την ενορατική γνώση περί του θανάτου, όπως παρουσιάζεται στο Max Scheler, και καταλήγει στη διαπίστωση ότι ούτε η εμπειρική ούτε η ενορατική γνώση εξαντλούν πλήρως το πρόβλημα της βεβαιότητας του θανάτου, καλύπτουν όμως αναμφίβολα ένα επί μέρους σύνολο φαινομένων.
Το δεύτερο κεφάλαιο, «Η βεβαιότητα της αβεβαιότητας» (σ. 22-34) συζητεί το πρόβλημα κάτω από την οπτική γωνία της φιλοσοφίας του Karl Popper, που πετυχαίνει να μειώνει μεν το γνωσιολογικό κύρος της βεβαιότητας του θανάτου, χωρίς να θίγει το οντολογικό της κύρος (σ. 28), και τη φωταγώγηση της ανθρώπινης ύπαρξης μέσω της υπαρξιακής γνώσης, όπως την ερμηνεύει ο Karl Jaspers.
Στο τρίτο και τέταρτο κεφάλαιο, «Η βεβαιότητα της σοβαρότητας» (σ. 34-49) και «Η βεβαιότητα του αυθεντικού εαυτού» (σ. 49-65), ο σ. παρουσιάζει τη θανατολογία του Sören Kierkegaard, που πορεύεται προς τη βεβαιότητα μέσω της αβεβαιότητας, και τη χαϊντεγγεριανή διαλεκτική της αοριστίας του θανατικού χρόνου.
Στο πέμπτο κεφάλαιο (σ. 65-74) ο σ. εξετάζει τη σαρτρική αντίληψη περί θανάτου και τονίζει όλως ιδιαίτερα την επίμονη άρνηση ταύτισης του εαυτού με το θάνατο, και στο έκτο (σ. 74-81) παρουσιάζει την προσπάθεια του Albert Camus να κατανοήσει το παράλογο της ανθρώπινης ζωής και αποβίωσης με αφετηρία το συναίσθημα του παραλόγου.
Το έβδομο κεφάλαιο, «Η αυτοβεβαιότητα της ταξικής συνείδησης» (σ. 81-87), θεωρεί το γεγονός του θανάτου μέσα στα πλαίσια της μαρξιστικής κοινωνίας και εκθέτει την κριτική που ασκεί ο Ernst Bloch στους μαρξιστές ήρωες, ενώ το όγδοο κεφάλαιο (σ. 87-99) ασχολείται με μια καθαρά κοινωνιολογική εξήγηση του θανάτου με αναφορές σε νεομαρξιστές φιλοσόφους, όπως ο H. Marcuse και ο Th. Adorno.
Το ένατο και καταληκτικό κεφάλαιο της μελέτης, «Το βέβαιο της ιατρικοποίησης κι εμπορευματικοποίησης» (σ. 99-105), εκθέτει τον τεχνολογικά δομημένο έλεγχο της θανατικής στιγμής στη σύγχρονη κοινωνία.
Νικ. Γεωργοπούλου-Νικολακάκου
Ζ) Στο περιοδικό «Εποπτεία», τεύχος 81 (1983), σελ. 679-682, δημοσιεύτηκε η εξής βιβλιοκρισία του Κωνσταντίνου Β. Μπουζέα:
Γιάννη Τζαβάρα: Το βέβαιο του θανάτου
Διατριβή πάνω στο πιο μεταφυσικό πρόβλημα της φιλοσοφίας, που ο συγγραφέας επιτυγχάνει να το αντιμετωπίσει μ’ επάρκεια στις κύριες διαστάσεις του και να το διερευνήσει σε πολλά επίπεδα. Στην εισαγωγή υπογραμμίζει ότι στο θάνατο «συνυπάρχουν οι αντιθέσεις: κίνηση και ακινησία». Γιατί όμως αντιθέσεις αφού πρόκειται για μια; Ωστόσο, κίνηση είναι μόνον η ζωή, και ακινησία μόνον ο θάνατος, συνεπώς ούτε μία αντίθεση υπάρχει. Ακολούθως σχολιάζεται η φράση: mors certa, hora incerta (ο θάνατος είναι βέβαιος, η ώρα του όμως αβέβαιη), απ’ την οποία φαίνεται ότι άντλησε τον τίτλο της διατριβής ο συγγραφέας. Εμείς θεωρούμε τη φράση κοινότοπη, αυτονόητη, και τον τίτλο «απροσδιόνυσο», γιατί δεν μπορεί ν’ αμφισβητηθεί η βεβαιότητα του θανάτου, ως ακατάλυτου πεπρωμένου για τον άνθρωπο και για κάθε έμβιο ον. Στο εδάφιο 2 της εισαγωγής δηλώνεται ότι «η παρακάτω έρευνα επιχειρεί μια συστηματική θεώρηση των πρόσφατων φιλοσοφικών απόψεων πάνω στο βέβαιο του θανάτου». Είναι να διερωτάται κανείς, εάν χρειάζεται μια τέτοια θεώρηση της «βεβαιότητας» για το πιο απτό, παράλογο και αποτρόπαιο συμβάν, το θάνατο. Τέλος, στην εισαγωγή ο συγγραφέας υπόσχεται να διερευνήσει τη «βεβαιότητα» του θανάτου σε τρεις κύριες συνθήκες: τη γνωσιολογική, την υπαρξιακή, την κοινωνιολογική. Ίδωμεν:
Στο κεφ. 1: «Εμπειρική κι ενοραματική βεβαιότητα». Για την εμπειρική βεβαιότητα επιστρατεύεται ο Βολταίρος: “L’ espèce humaine est la seule qui sache qu’ elle doit mourir, et elle ne la sait que par l’ expérience” (Dictionnaire philosophique). Στο λήμμα αυτό το “espèce humaine” μεταφράζεται από το συγγραφέα «η ανθρώπινη φυλή», ενώ πρόκειται για «το ανθρώπινο είδος», τον άνθρωπο, που είναι το μόνο απ’ όλα τα έμβια όντα που συνειδητοποιεί από την ίδια του την εμπειρία, ότι θα πεθάνει, και σ’ αυτή τη γνώση έγκειται η τραγωδία του. Για να ενισχυθεί, «ως μη ώφελε» η εμπειρική βεβαιότητα, επιστρατεύεται πρωθύστερα ο Αριστοτέλης, στον οποίον η αναφορά γίνεται με τη βιβλιογραφική ένδειξη: «Δες Αristote», χωρίς ο συγγραφέας να φοβηθεί, μήπως ο Αριστοτέλης βρυκολακιάσει από τη γαλλοποίησή του. Για την ενοραματική βεβαιότητα εγείρεται από τον τάφο ο Max Scheler (Tod und Fortleben), ο οποίος βεβαιώνει ότι η γνώση περί θανάτου είναι απόρροια εσωτερικής θεώρησης και όχι κατ’ αίσθηση εμπειρίας, είναι βίωμα της κατεύθυνσης προς το θάνατο (Erlebnis der Todesrichtung). Ωστόσο, ο συγγραφέας δεν παραλείπει να διατυπώσει επιφυλάξεις ως προς την ενορατική βεβαιότητα του Scheler, ότι αυτή δεν αντλείται από τη διερεύνηση του θανάτου, αλλά από τη συνειδητοποίηση της ζωής, στη διάσταση της οποίας εισβάλλει ο θάνατος. Κλείνει το κεφ. 1 με τον ισχυρισμό ότι και οι δύο βεβαιώσεις, εμπειρική και ενοραματική, είναι μονομερείς και κατά τούτο ανεπαρκείς. Εμείς θα τις χαρακτηρίζαμε περιττές, γιατί κοινότοπες, καθώς είναι, δεν αποτελούν φιλοσοφική θεώρηση.
Στο κεφ. 2: «Η βεβαιότητα της αβεβαιότητας», γίνεται αναφορά στην κριτική που έχει ασκήσει ο νεοθετικιστής Karl Popper (Objektive Erkenntnis) «πάνω στην επαγωγικά μεθοδευμένη κατοχύρωση της ανθρώπινης θνητότητας». Ο Popper με βάση τη σύγχρονη βιολογία για την ανανέωση των κυττάρων αναιρεί ως απαρχαιωμένη τη θεωρία για την ανθρώπινη θνητότητα. Είναι βέβαια γνωστό ότι ο Popper αντιτίθεται και στον επαγωγισμό και στον ιστορικισμό, γιατί ούτε πλήρη επαγωγή μπορούμε να έχουμε, ούτε το ιστορικό γίγνεσθαι επαναλαμβάνεται πανομοιότυπα, ώστε να είναι ασφαλείς οι όποιες ιστορικές νομοτέλειες. Ωστόσο, ο σκεπτικισμός του Popper δεν αντέχει στη σύγκρουσή του με την καθολικού κύρους βεβαιότητα του βιολογικού θανάτου. Ένας φωτισμός της ανθρώπινης ύπαρξης επιχειρείται από τον Karl Jaspers (Philosophie), ο οποίος θεωρεί ότι οι υπαρξιακές αποφάνσεις είναι επιρρεπείς σε παρερμηνείες, και ολισθαίνουν πάνω στο αντικειμενικό στοιχείο, ώστε η υπαρξιακή γνώση να χάνει την αμεσότητά της, και η αντικειμενική βεβαιότητα να συγκρούεται με το βαθύ νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης (Dasein), που ο ανεξάντλητος πνευματικός της πλούτος υπερβαίνει κάθε αντικειμενικότητα. Η υπαρξιακή φιλοσοφία συνάπτεται με μια αλήθεια εξαρτημένη από το ανθρώπινο Είναι, αλλά και αντιμέτωπη του θανάτου, η οδύνη από τον αναλογισμό του οποίου βεβαιώνει την ανθρώπινη ύπαρξη: doleo ergo sum, και κατά τη χαρακτηριστική φράση του Jaspers: “Das Leiden am Ende wird Vergewisserung der Existenz” (Το πάσχειν για το τέλος της ζωής γίνεται βεβαιότητα για την ύπαρξή της). Είναι βέβαια υπέρ του κ. Γ. Τζαβάρα ότι χαρακτηρίζει τις έννοιες του Jaspers «τρωτές κι εύθραυστες, ακάλυπτες απέναντι σε κάθε προσπάθεια αντικειμενικής κριτικής» (σ. 33), συνεπικουρούμενος από τον Wolfgang Stegmüller (Metaphysik, Skepsis, Wissenschaft), ο οποίος δεν θεωρεί σφάλμα να προϋποθέτει κανείς μια γνώση, επειδή κινείται αυτή σε σφαίρα απρόσιτη στην αντικειμενική έρευνα.
Στο κεφ. 3: «Η βεβαιότητα της σοβαρότητας», το λόγο έχει ο θεολογικά φιλοσοφών, βαθύνους στοχαστής της Δανίας, θεμελιωτής του σύγχρονου χριστιανικού υπαρξισμού Sören Kierkegaard, ο οποίος διερευνά τα δομικά στοιχεία του ανθρώπου ως εαυτού στη βάση της αυτογνωσίας, ως πνεύματος σε συσχετισμό με το Θεό, χωρίς τη συσσώρευση υπαρξιακών κατηγορημάτων. Ο Kierkegaard κάνει διάκριση μεταξύ σοβαρότητας μέσα στη ζωή και σοβαρότητας έναντι του θανάτου. Θα προσθέταμε ότι η σοβαρότητα μέσα στη ζωή είναι συνυφασμένη με ανάλογο ήθος και ύφος, η σοβαρότητα μπροστά σ